ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΠΙΝΑΚΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΣΚΟΥΛΑΚΗ | ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 51 | MULTIMODAL TEXTS 51
Ο πίνακας είναι έργο του Δημοσθένη Σκουλάκη (1939-2014). Είναι ελαιογραφία σε μουσαμά που φιλοτεχνήθηκε το 1997. Εντάσσεται στη σειρά των έργων του με τίτλο: «Αστικά τοπία» στα οποία απεικόνισε διάφορες κρυφές και σκοτεινές όψεις της πόλης, όπως εδώ μιας υπόγειας διάβασης του μετρό. Ο ρεαλισμός της εικόνας την κάνει να προσομοιάζει με φωτογραφία. Άλλωστε, ο ρεαλισμός, η ανθρώπινη φιγούρα, η κοινωνικοπολιτική κριτική, η μνήμη, ο σταματημένος χρόνος, αλλά και η μεταφυσική ατμόσφαιρα και η χρήση συμβόλων είναι χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου του καλλιτέχνη.
Βυθιστήκαμε στο μυστικό και σκοτεινό νόημα του πίνακα και προσπαθήσαμε να κινηθούμε μέσα σε αυτόν σαν σ΄ ένα σκηνικό στο οποίο θα μπορούσαμε να πλάσουμε μικρές ονειρικές αφηγήσεις, ποιήματα και σχέδια και να αναπτύξουμε τις προσωπικές μας performances.
Τα ίδια...
Τα πάντα στο μετρό
βρίσκονται σε μια κατάσταση
συνεχούς επανάληψης.
Τα τρένα τις ίδιες διαδρομές...
Οι άνθρωποι κάθε μέρα στους ίδιους σταθμούς...
Το προσωπικό τα ίδια ωράρια...
Τα ίδια...
«Κάθε σκαλοπάτι ίδιο.
Ίδιο χρώμα.
Ίδια αίσθηση.
Ίδια μυρωδιά.
Ίδια συναισθήματα.
Ίδιος ακόμη και ο προορισμός.
Μερικές ακόμη
ζωγραφιές στους τοίχους.
Διαφορετικές, μα
το ίδιο λαμπερές».
Σκέφτηκα
καθώς πήγαινα πάλι να
επιβιβαστώ, για νάρθω πάλι
να σε βρω…
Αυτή τη φορά, που γύρισα ως συνήθως να κοιτάξω πίσω μου, βλέπω μια αντρική φιγούρα με κουκούλα να περπατά. Είναι αρκετά μέτρα πίσω μου. Όταν ξαναγυρνώ να κοιτάξω μετά από λίγα δευτερόλεπτα έχει πλησιάσει πολύ. Αρχίζω και επιταχύνω το βήμα μου. Το ίδιο κι αυτός. Όταν γυρνάω ξανά πίσω με έχει σχεδόν φτάσει και με κοιτάει με σκοτεινό βλέμμα. Πανικοβάλλομαι και περνώ στο απέναντι πεζοδρόμιο. Με μιμείται και τότε είναι που νιώθω το αίμα μου να παγώνει. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Αρχίζω και τρέχω, τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Δεν έχω χρόνο να κοιτάξω πίσω. Ανεβαίνω τα σκαλιά δυο-δυο και τότε… βγαίνω στο φως της πόλης. Στον κόσμο και στα καταστήματα. Και τότε ξεκινώ και πάλι να περπατώ αργά και χαλαρά. Σαν να μην συνέβη τίποτα.
Φόβος. Να πάω πάνω ή κάτω; Δεξιά ή αριστερά; Δεν ξέρω. Σαν κάποιος να με ακολουθεί. Απόγνωση. Πανικός. Αναποφασιστικότητα. Άγχος. Τόσα πολλά συναισθήματα. Μέσα σε λίγα λεπτά. Ίσως και δευτερόλεπτα. Μένω στάσιμη. Το αποφάσισα. Θα προχωρήσω. Θα φωνάξω. Πάλι μου έρχονται όμως δεύτερες σκέψεις. Όχι! Θα τις διώξω! Αποφασίζω να ανέβω τις σκάλες. Ανεβαίνω βιαστικά. Τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Μπαίνω στο λεωφορείο. Εκείνος έμεινε πίσω μου. Δεν το πρόλαβε. Ανακούφιση.
Μόνη περιπλανιόμουν στους δρόμους όταν συνάντησα εκείνον τον περίεργο χώρο. Χωρίς να το καταλάβω είχα κατέβει ήδη τα σκαλιά. Ήμουν μόνη, φοβισμένη αλλά και γεμάτη περιέργεια. Μπορούσα ν΄ ακούσω τον γρήγορο χτύπο της καρδιάς μου. Κοίταξα τριγύρω και αντίκρισα ένα γκράφιτι. Ήταν σκοτεινά και γι΄ αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω τι απεικόνιζε. Όσο κατέβαινα πιο βαθιά, τόσο πιο σκοτεινά ήταν και πιο μοναχικά αισθανόμουν. Ένιωθα τα πόδια μου να τρέμουν μουδιασμένα. Όμως στάθηκα για λίγο και προσπάθησα να φανταστώ τι θα μπορούσε να υπήρχε παλαιότερα εκεί. Το μυαλό μου έπλαθε διάφορες ιστορίες. Ανεβαίνοντας προς τα πάνω το χέρι μου ακουμπούσε το κάγκελο δίπλα στη σκάλα. Ήταν παγωμένο, μα όσο ανέβαινα τόσο πιο ζεστό γινόταν. Σαν έφτασα στα μισά της σκάλας γύρισα και είδα ξανά τον περίεργο αυτόν χώρο. Ήξερα πως δεν θα ξανάρθω. Ανέβηκα τα άλλα μισά σκαλοπάτια, ενώ ταυτόχρονα άγγιζα το ίδιο κάγκελο. Όταν αντίκρισα και πάλι το φως ένιωσα λύτρωση και την καρδιά μου να χτυπά και πάλι φυσιολογικά.
Η απόφαση
Μένω σχετικά σε μια απομακρυσμένη περιοχή όχι τόσο κοντά μα όχι και τόσο μακριά από το κέντρο του χωριού. Συνήθως δεν υπάρχουν φώτα και το βράδυ χρειάζεται να μετακινηθείς με το αυτοκίνητο. Πότε δεν ξέρεις ποιον και τι θα συναντήσεις... Όμως έχω τη δυνατότητα να πηγαίνω σ΄ ένα υπόγειο που είναι αρκετά κοντά στο σπίτι μου. Συνήθως μου αρέσει να πηγαίνω μόνη μου και να κατεβαίνω τη σκάλα όσο πιο «βαθιά» γίνεται. Υπάρχει μια πόρτα, όμως ποτέ δεν επιχείρησα να την ανοίξω. Πάντα όταν την πλησιάζω ένα περίεργο συναίσθημα με τριγυρίζει. Παραδόξως κάνεις δεν πηγαίνει εκεί εκτός από εμένα. Περνώ κάθε μέρα από εκεί μπροστά, γιατί είναι ο δρόμος για το σχολείο, αλλά δεν έχω συναντήσει ποτέ κανέναν. Έτσι, τον θεωρώ δικό μου χώρο. Θα μπορούσα να τον ονομάσω κιόλας! Πηγαίνω εκεί όταν νιώθω πνιγμένη στις σκέψεις μου, στις υποχρεώσεις μου, όταν πιέζομαι και θέλω λίγο χρόνο για να ηρεμήσω... μόνη. Όταν άσχημα συναισθήματα με κατακλύζουν. Τελευταία όμως αν και αυτά τα συναισθήματά με κυριεύουν δεν πηγαίνω πια.
Στο σχολείο άκουσα ότι ο Δήμος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το υπόγειο για να διαφημίζει στους επισκέπτες την πρώτη ύλη του χωριού και γενικότερα τα προϊόντα που παράγουν οι αγρότες. Ήξερα πως δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να αλλάξω την γνώμη τους όμως εγώ θα έχανα τον «χώρο» μου. Πού θα πήγαινα τώρα να χαλαρώσω όταν οι άσχημες σκέψεις θα κατακλύζουν το μυαλό μου;
Το βράδυ της επόμενης μέρας αποφάσισα να επισκεφτώ το «δικό» μου υπόγειο για τελευταία φορά. Είχε ψύχρα, όμως αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που με ένοιαζε εκείνη την στιγμή. Δεν θα μπορούσα πια να βλέπω τ΄ αστέρια κάθε βράδυ, να μυρίζω τον καθαρό αέρα, ν΄ ακούω τα πουλιά να κελαηδούν. Δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα από αυτά. Όμως, θα μπορούσα να τα καταφέρω και μόνη μου. Το αποφάσισα. Στο τέλος της ημέρας ήταν απλά ένα υπόγειο... Τίποτα το ιδιαίτερο.
Πήγα μέχρι το βάθος, είχε ξαστεριά και κάποιες ακτίνες φωτός, φώτιζαν τη σκάλα. Όμως και πάλι για μένα ήταν σκοτεινά και μυστήρια. Όλοι μου έλεγαν: «Είναι απλώς ένα υπόγειο. Γιατί σ΄ ενδιαφέρει τόσο πολύ;» Από τη μια ήξερα ότι η απόφαση του Δήμου για την αξιοποίηση του υπογείου θα ήταν μια πολύ καλή «επένδυση» για την περιοχή μου, όμως από την άλλη αισθανόμουν μια στενοχώρια που δεν θα είχα πια τη δυνατότητα να το επισκέπτομαι. Τελικά το αποδέχθηκα.
Τώρα που το υπόγειο «αξιοποιήθηκε» κάποιες στιγμές επανέρχονται στο μυαλό μου διάφορες αναμνήσεις. Όλα σ΄ εκείνο το υπόγειο ήταν τόσο όμορφα, τόσο ξεχωριστά, τόσο μοναδικά. Το μυστήριο που έκρυβε η πόρτα που ποτέ δεν άνοιξα, το σκοτάδι που γέμιζε το υπόγειο την ημέρα και την νύχτα. Αχ, αυτό το σκοτάδι με ακολουθεί στις καλύτερες και στις χειρότερες στιγμές μου. Είναι πάντα εκεί κι εγώ συχνά επιλέγω να το ακολουθώ. Είναι εύκολο τελικά να συμβεί, όμως είναι πολύ πιο δύσκολο μετά να ξεφύγεις. Κι ειλικρινά το σκοτάδι είναι ωραίο κι ελκυστικό, όμως δεν μου αρέσει γιατί ξέρω πως μου κάνει κακό. Το σκοτάδι και το μυστήριο πολλές φορές με μπερδεύουν. Μήπως τελικά όλα αυτά ήταν οι λόγοι που μου άρεσε εκείνο το υπόγειο; Μήπως το υπόγειο ήταν η λύτρωση αλλά συγχρόνως και η φυλακή μου;
Ξανασκέφτηκα. Αποφάσισα να φύγω μακριά του. Ν΄ αφήσω το σκοτάδι πίσω μου και να ανακτήσω το φως. Θα τα καταφέρω;
Μα αυτήν την φορά χειρότερα
από κάθε άλλη.
Δεν μπορώ ούτε τα μάτια μου να ανοίξω…
Δεν μπορώ ούτε το φως του ήλιου να δω…
Δεν μπορώ ούτε τον εαυτό μου να αντικρίσω…
Δεν μπορώ ούτε το σώμα μου να νιώσω…
Δεν μπορώ ούτε τι συνέβη να αντιληφθώ...
Δεν μπορώ ούτε στα πόδια μου να σταθώ...
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και στέκομαι
με δυσκολία στα πόδια που έτρεμαν
από φόβο και με αυτοπεποίθηση
ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλοπάτια λέγοντας:
Μπορώ να τα καταφέρω!
Μπορώ να βρω τον εαυτό μου!
Μπορώ να αντιμετωπίσω κάθε εμπόδιο!
Μπορώ, πλέον, να πιστέψω σ΄ εμένα!
Στο μυαλό μου ένα αβάσταχτο κενό
Προχωράω, ανεβαίνω τη σκάλα με όσο κουράγιο μου απέμεινε
Πάλι έχω χαθεί...
Πάλι βαθιές σκέψεις...
Πάλι δεν νιώθω το σώμα μου...
Πάλι έχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι μόνη μου πάνω στη γη...
Πάλι περπατάω χωρίς ενδιαφέρον...
Γιατί όμως μέσα μου να στριφογυρίζουν όλα αυτά;
Έχω φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι και βλέπω πια το γιατί!
Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν μια βαθιά ανάσα καθαρού αέρα και τότε αμέσως ξεκάθαρες σκέψεις και αποφάσεις είδα μπροστά μου.
Η παράξενη μορφή
Έτσι όπως ανέβαινα τις σκάλες μια μορφή με καλούσε προς αυτήν. Προσπαθούσα να περπατήσω γρήγορα για να τη φτάσω και να καταλάβω τι ακριβώς είναι, όμως, αυτό ήταν αρκετά δύσκολο καθώς ο ρυθμός που ανέβαινε τις σκάλες ήταν γρήγορος. Το μυαλό μου προσπαθούσε να συνδυάσει διάφορα πράγματα για να κατανοήσει τη μορφή όμως μάταια. Ήταν μια πολύ περίεργη μορφή που ήταν αδύνατον να εξηγήσει κάποιος. Καθώς ανέβαινα τις σκάλες και το φως χτυπούσε στα σκαλιά η παράξενη μορφή ξαφνικά εξαφανίστηκε. Κάθε βράδυ προσπαθούσα να βρω τι ήταν αυτή η μορφή όμως χωρίς αποτέλεσμα. Ξαναπήγα στη σκάλα για να δω μήπως εμφανίστηκε και πάλι αλλά τίποτα. Ποτέ δεν ξαναείδα τη μορφή αυτή και δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν γι΄αυτή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου