ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ «ΚΟΠΕΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ» ΤΟΥ Γ. ΑΒΛΙΧΟΥ | ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 47 | MULTIMODAL TEXTS 47
Γεώργιος Αβλίχος (1842-1909). Κοπέλα στο παράθυρο. 1877. Λάδι σε μουσαμά. Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη |
Στο πλαίσιο των μαθημάτων Ιστορίας της Τέχνης μας απασχόλησε ένα σημαντικό έργο του 19ου αι. Ήταν ο πίνακας του Κεφαλονίτη ζωγράφου Γεωργίου Αβλίχου (1842-1909) με τίτλο: «Κοπέλα στο παράθυρο».
Μια έφηβη ιδιαίτερης ομορφιάς κάθεται μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο. Παρόλο που ο ζωγράφος Γεώργιος Αβλίχος, από την Κεφαλονιά, ζωγράφισε το πορτρέτο ενός πραγματικού κοριτσιού, το έργο ξεφεύγει από τις συνηθισμένες συμβάσεις των πορτρέτων της εποχής (στητές μορφές που κάθονται σε πολυθρόνες με επίσημα ρούχα και ύφος σοβαρό...) Αντίθετα η συγκεκριμένη σύνθεση δίνει την αίσθηση της κίνησης. Το σώμα σε διαγώνια στάση, τα μαλλιά ανεμίζοντα, σέπαλα από λουλούδια ίπτανται και το βλέμμα ατενίζει το άπειρο από το ανοιχτό παράθυρο. Η ατμόσφαιρά είναι ονειρική. Στην ουσία προαναγγέλλει τη μεταφυσική ζωγραφική του De Chirico ή τη σουρεαλιστική ζωγραφική του Magritte. Το κορίτσι φαίνεται να ταξιδεύει, αφού από το ανοιχτό παράθυρο ο αέρας ανεμίζει τα πλούσια μαλλιά της. Είναι σαν να μυρίζεις θαλασσινό αέρα ανάμεικτο από αρώματα της άνοιξης.
Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να «βυθιστούμε» μέσα στον πίνακα και να νιώσουμε όπως το κορίτσι. Το ερμηνευτικό μας σχόλιο είχε ως θέμα:
«Τι άραγε να προσμένει το κορίτσι στο ανοιχτό παράθυρο; Τι να σκέφτεται; Μπαίνουμε στη θέση της και γράφουμε για τις δικές μας προσδοκίες».
Ιδού το αποτέλεσμα…
Αγγελική Καρατζόγλου
Το κορίτσι με τα μελαγχολικά μάτια και τα μαύρα μαλλιά που κυματίζουν σαν φύκια σε μια ερημωμένη παραλία, κοιτά νωχελικά το μέλλον, ενώ κρατά σφιχτά την πιο τρυφερή συντροφιά. Έτοιμη για το ωραιότερο λάθος της ζωής «την έπαρση της νιότης». Συλλογίζεται το μέλλον και περιτριγυρισμένη από ροδοπέταλα που βάφουν τοζ τα μάγουλά της τα μάγουλα της ατενίζει ένα πέλαγος γεμάτο ελπίδα. Ίσως πάλι να σκέφτεται τον ήλιο που τόσο γλυκά καίει το κατάλευκο δέρμα της. Μήπως ονειρεύεται «ταξίδια και μεταξωτές κορδέλες»;
Κλείνω τα μάτια. Το κορίτσι γίνεται εγώ. Γίνομαι το κορίτσι. Μυρίζω την αλμύρα που ταξιδεύει με τους αέρηδες. Χαζεύω το απέραντο γαλάζιο και νιώθω ζωντανή. Πιο ζωντανή και από την άνοιξη. Προσδοκώ κι άλλες στιγμές σαν κι αυτή. Στιγμές όπου ο χρόνος ρέει αθέατος. Το μόνο που μετράει είναι η τριβή. Η τριβή με τον χώρο, με το καλοκαίρι, με το μπλε.
Ευαγγελία Παπαναστασίου
Στον πίνακα ένα νεαρό κορίτσι στέκεται σκεπτικό μπροστά στο παράθυρο. Από τα ρούχα της καταλαβαίνουμε ότι ανήκει στην ανώτερη τάξη. Στα δυο της χέρια κρατά ένα σκυλάκι και από το αριστερό της χέρι κρέμεται μια τσάντα εκείνης της εποχής. Το χρώμα που χρησιμοποιεί ο ζωγράφος στο φόρεμα αναδεικνύει την καλοσύνη, την αθωότητα και την αγνότητα της κοπέλας. Φαίνεται ότι η κοπέλα νιώθει χαρά και ευτυχία και τα λουλούδια που βρίσκονται ολόγυρά της και το τριαντάφυλλο που φορά στα μαλλιά της δείχνουν ότι μπορεί να είναι και ερωτευμένη.
Ελένη Τόκα
Πάντα της άρεσε το άρωμα της άνοιξης. Έλουζε ο ήλιος τα μαύρα και σγουρά μαλλιά της. Το θρόισμα των φύλλων και ο ζεστός αέρας την παρέσυραν. Ταξίδεψε το μυαλό της. Δίχως προορισμό. Δίχως χάρτη. Δίχως δεύτερες σκέψεις. Γιατί εκεί ήταν σχεδόν μόνη της. Η μόνη συντροφιά της ήταν το λουλούδι στα μαλλιά της. Το λουλούδι που σφιχτά είχε δεθεί μαζί της αλλά με την απειλή του ανέμου διαλυόταν. Την εγκατέλειπε σιγά σιγά κι αυτό. Όπως όλα. Βυθίστηκαν τα μάτια της στη θάλασσα. Έψαχνε μέσα της τις αναμνήσεις. Πρόσωπα γνώριμα. Παλιούς αγαπημένους. Τους βρήκε. Κάτι μέσα της έλαμψε με αυτή ανακάλυψη. Όμως κάτι άλλο έσβησε. Ένιωσε τις πληγές της να κλείνουν. Και να ανοίγουν άλλες ξανά. Σαν αγρίεψε η θάλασσα, ααν τα σύννεφα εμφανίστηκαν, σαν χάθηκε το λουλούδι επέστρεψε και αυτή. Βρήκε διέξοδο στου μυαλού της τον λαβύρινθο. Βλέποντας την έτσι, χαμένη στις σκέψεις της, μεθυσμένη από τη μυρωδιά της θάλασσας, με βαριά ματόκλαδα και μάτια καρφωμένα στα κύματα, σκέφτηκα. Μα περισσότερο ένιωσα. Ένιωσα. Ένιωσα κάτι μετά από καιρό. Σαν να βγήκα για λίγο από την αδράνεια. Σαν να έζησα το όνειρό της με τα μάτια ανοιχτά. Το είδα αυτή τη φορά. Το είδα καλά. Δε το ξέχασα. Το προσμένω. Αργεί. Μα θα περιμένω. Θα τα καταφέρω.
Κλείνω τα μάτια. Το κορίτσι γίνεται εγώ. Γίνομαι το κορίτσι. Μυρίζω την αλμύρα που ταξιδεύει με τους αέρηδες. Χαζεύω το απέραντο γαλάζιο και νιώθω ζωντανή. Πιο ζωντανή και από την άνοιξη. Προσδοκώ κι άλλες στιγμές σαν κι αυτή. Στιγμές όπου ο χρόνος ρέει αθέατος. Το μόνο που μετράει είναι η τριβή. Η τριβή με τον χώρο, με το καλοκαίρι, με το μπλε.
Θεοδώρα Λαζάρου
Καλοκαιρινό αεράκι λούζει τα μαλλιά της.
Σταγόνες ομορφιάς στο νυχτικό της.
Ίσως να είναι δάκρυα
για έναν χειμώνα που δεν ήρθε ποτέ
για μια σκέψη που τρέλαινε το μυαλό της.
Άλλωστε ποιος δεν φοβάται τον χειμώνα;
Σταγόνες ομορφιάς στο νυχτικό της.
Ίσως να είναι δάκρυα
για έναν χειμώνα που δεν ήρθε ποτέ
για μια σκέψη που τρέλαινε το μυαλό της.
Άλλωστε ποιος δεν φοβάται τον χειμώνα;
Ακουμπάει το φεγγάρι
και το βλέμμα της χαμηλώνει.
Ονειρεύεται…
Και ύστερα επιστρέφει στην πραγματικότητα
με τη μπόρα ενός λυγμού
συλλογιέται στην αγκαλιά ενός φίλου
και χάνεται εκεί
ευχόμενη κάθε μέρα
να την βρίσκει αγουροξυπνημένη
το καλοκαίρι που τόσο λαχταρά…
Ευαγγελία Τσιμήτρη
Ξημέρωσε και το τραγούδι των πουλιών καθώς έμπαινε η άνοιξη πάντα της άρεσε. Συγύρισε για λίγο το δωμάτιο από τη χθεσινή ακαταστασία και έτρεξα στο αδιέξοδο της. Άνοιξε το παραθυρόφυλλα και το πρωινό αεράκι σαν να την έλουσε γλυκά. Πάντα τα πρωινά το δωμάτιο άλλαζε όψη. Σαν να της έφερνε στο φως όλες τις πίκρες και τους προβληματισμούς της. Ένας αναστεναγμός βγαίνει δειλά από μέσα της. Η ώρα περνάει αλλά δεν λέει να αφήσει το αδιέξοδο της. Ο αέρας περνά μέσα από τα λυτά μαλλιά της. Φαίνεται να τη συμμερίζεται. Το βλέμμα της καρφωμένο έξω δείχνει σαν κάτι να αποζητά από καιρό.
Η ώρα περνάει κι όμως αυτή παραμένει στο αδιέξοδο της. Η προσδοκία για ένα αύριο δημιουργικό την κάνει να παίρνει θάρρος. Έξω από τα παραθυρόφυλλα ξεδιπλώνεται ένα μέλλον, ένας κόσμος γεμάτος τέχνη και ελπίδα. Προσδοκεί σε έναν χείμαρρο που θα την παρασύρει μαζί του και θα της αποκαλύψει τα μυστικά μονοπάτια των γραμμάτων και της τέχνης αλλά και της ζωής που μόνο μέσα από τα βιβλία γνωρίζει. Ξαφνικά αυτές οι σκέψεις σταματούν. Νιώθει πως δεν πρέπει μόνο να προσδοκεί και να ελπίζει. Δεν αρκεί μόνο αυτό. Χωρίς πράξεις όλες οι προσδοκίες της θα σβήσουν με το πέρασμα του χρόνου και θα αποτελούν μονάχα στιγμές του παρελθόντος που θα τις αναπολεί με νοσταλγία. Όχι, δεν το θέλει αυτό. Κοιτάζει για άλλη μια φορά τον κόσμο από τα παραθυρόφυλλα που τόσο καιρό την προστατεύουν από τη βουή της πόλης. Βγαίνει από το δωμάτιο και ανοίγει την εξώπορτα, δίχως να ρίξει ματιά πίσω της. Η πόρτα πίσω της κλείνει αθόρυβα κι αυτή χάνεται στους γεμάτους δρόμους της πόλης.
Σταυρίνα Βάια
Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Δεν κοιμήθηκε το βράδυ. Προτίμησε τη συντροφιά του φεγγαριού να την ταξιδέψει σε κόσμους αλλιώτικους. Σαν αυτούς που διάβαζε στα βιβλία και ήθελε τόσο πολύ να είναι αληθινοί. Δεν την ένοιαζε ο έρωτας ...όχι... Επιθυμούσε τη φαντασία, το μυστήριο και την ελευθερία της. Ήταν όμως νέα. Ένα νέο έφηβο κορίτσι που άλλοτε την αντιμετώπιζαν ως παιδί και άλλοτε ως μεγάλη. Ήταν ώριμη κοπέλα. Δεν ήταν ανεξάρτητη. Όχι ακόμη τουλάχιστον. Καθόταν στο παράθυρο χαμένη στις σκέψεις και τη φαντασία της να κοιτάζει στον απέραντο ουρανό με τον αέρα να ανεμίζει τα μαλλιά της. Δεν περίμενε κάποιον να φανεί από το παράθυρο της ούτε είχε διάθεση για κοινωνικές σχέσεις. Άλλωστε αυτό δεν τα κατάφερνε ποτέ σε αυτό. Απλώς ήθελε να είναι ευγενική με τους συνανθρώπους της. Πάντα θαύμαζε την ευγένεια και την καλοσύνη στους ανθρώπους. Εκεί στο παράθυρο μόνο σκεφτόταν. Δεν περίμενε κανένα, απλώς σκεφτόταν. Ίσως περίμενε την έμπνευση και τη φαντασία να έρθουν ξανά στο παράθυρο για να συζητήσουν. Ίσως περίμενε εκείνη τη στιγμή που θα μπορέσει να γνωρίσει τον κόσμο μέσα από τα δικά της μάτια. Τον αληθινό κόσμο. Ξέρει ότι μπορεί και να πονέσει όταν αυτό συμβεί, όμως δεν ανησυχεί γιατί το θέλει. Περιμένει τη στιγμή που θα μπορεί να κάνει περισσότερα, να μάθει περισσότερα, να ταξιδέψει… Τα είχε ακούσει αυτά από τους μεγαλύτερους. Τα είχε διαβάσει στα βιβλία. Τώρα ήθελε επιτέλους κι αυτή να ζήσει το όνειρο. Όμως, είναι ακόμη νωρίς της έλεγε μια φωνή μέσα της. Για την ώρα τα ταξίδια σε άλλους κόσμους μπορούν να γίνονται μόνο με τις σκέψεις της και τη φαντασία της. Υπάρχουν ακόμα τόσα πράγματα που μπορεί να γνωρίσει! Και περισσότερο από όλα, τον ίδιο τον εαυτό της. Όλες τις πτυχές του και κυρίως τις καλύτερες. Είναι σίγουρη ότι έτσι θα κατακτήσει το μέλλον που της αξίζει.
Πασχαλίνα Γιαννάκη
Ξημέρωνε Αύγουστος. Ήταν νωρίς το πρωί. Δεν είχε ξυπνήσει ακόμα η φύση τριγύρω. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, άνοιξε το παράθυρο και την έλουσε ο δροσερός αέρας δίνοντάς της πνοή για να συνεχίσει την ημέρα της. Μπροστά της απλωνόταν η απεραντοσύνη της θάλασσας. Επικρατούσε απόλυτη ηρεμία κι όλα έμοιαζαν ακίνητα. Οι δουλειές δεν είχαν ακόμα αρχίσει και η κίνηση στον δρόμο ήταν ελάχιστη. Βυθίστηκε στον ωκεανό των σκέψεών της. Ένιωθε το φόρεμα της να γίνεται σύννεφο και να την συνεπαίρνει στον ουρανό αγγίζοντάς τον. Απολάμβανε τις τελευταίες στιγμές ηρεμίας γιατί ήξερε ότι την περίμενε μία δύσκολη μέρα. Στο αρχοντικό ετοιμαζόντουσαν όλοι για τη σημερινή γιορτή. Επίτιμα πρόσωπα από όλη τη χώρα θα συμμετείχαν. Δεν ήταν χαρούμενη γι΄ αυτό. Πρόσμενε λίγες στιγμές ηρεμίας και ελευθερίας που θα της έδιναν ευχάριστες αναμνήσεις για να αναπολεί κατά τη διάρκεια της κουραστικής μέρας που την περίμενε. Ήθελε να απολαύσει τη μοναξιά της όσο μπορούσε. Ένιωθε τον αέρα μέσα στα μαλλιά της ως τη μοναδική λύτρωση. Σαν μια διέξοδο από τις συμβάσεις που ήταν αναγκασμένη να ζει και από τις ομιχλώδεις σκέψεις της αυτό το πρωινό του Αυγούστου.
και το βλέμμα της χαμηλώνει.
Ονειρεύεται…
Και ύστερα επιστρέφει στην πραγματικότητα
με τη μπόρα ενός λυγμού
συλλογιέται στην αγκαλιά ενός φίλου
και χάνεται εκεί
ευχόμενη κάθε μέρα
να την βρίσκει αγουροξυπνημένη
το καλοκαίρι που τόσο λαχταρά…
Ευαγγελία Τσιμήτρη
Ξημέρωσε και το τραγούδι των πουλιών καθώς έμπαινε η άνοιξη πάντα της άρεσε. Συγύρισε για λίγο το δωμάτιο από τη χθεσινή ακαταστασία και έτρεξα στο αδιέξοδο της. Άνοιξε το παραθυρόφυλλα και το πρωινό αεράκι σαν να την έλουσε γλυκά. Πάντα τα πρωινά το δωμάτιο άλλαζε όψη. Σαν να της έφερνε στο φως όλες τις πίκρες και τους προβληματισμούς της. Ένας αναστεναγμός βγαίνει δειλά από μέσα της. Η ώρα περνάει αλλά δεν λέει να αφήσει το αδιέξοδο της. Ο αέρας περνά μέσα από τα λυτά μαλλιά της. Φαίνεται να τη συμμερίζεται. Το βλέμμα της καρφωμένο έξω δείχνει σαν κάτι να αποζητά από καιρό.
Η ώρα περνάει κι όμως αυτή παραμένει στο αδιέξοδο της. Η προσδοκία για ένα αύριο δημιουργικό την κάνει να παίρνει θάρρος. Έξω από τα παραθυρόφυλλα ξεδιπλώνεται ένα μέλλον, ένας κόσμος γεμάτος τέχνη και ελπίδα. Προσδοκεί σε έναν χείμαρρο που θα την παρασύρει μαζί του και θα της αποκαλύψει τα μυστικά μονοπάτια των γραμμάτων και της τέχνης αλλά και της ζωής που μόνο μέσα από τα βιβλία γνωρίζει. Ξαφνικά αυτές οι σκέψεις σταματούν. Νιώθει πως δεν πρέπει μόνο να προσδοκεί και να ελπίζει. Δεν αρκεί μόνο αυτό. Χωρίς πράξεις όλες οι προσδοκίες της θα σβήσουν με το πέρασμα του χρόνου και θα αποτελούν μονάχα στιγμές του παρελθόντος που θα τις αναπολεί με νοσταλγία. Όχι, δεν το θέλει αυτό. Κοιτάζει για άλλη μια φορά τον κόσμο από τα παραθυρόφυλλα που τόσο καιρό την προστατεύουν από τη βουή της πόλης. Βγαίνει από το δωμάτιο και ανοίγει την εξώπορτα, δίχως να ρίξει ματιά πίσω της. Η πόρτα πίσω της κλείνει αθόρυβα κι αυτή χάνεται στους γεμάτους δρόμους της πόλης.
Σταυρίνα Βάια
Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Δεν κοιμήθηκε το βράδυ. Προτίμησε τη συντροφιά του φεγγαριού να την ταξιδέψει σε κόσμους αλλιώτικους. Σαν αυτούς που διάβαζε στα βιβλία και ήθελε τόσο πολύ να είναι αληθινοί. Δεν την ένοιαζε ο έρωτας ...όχι... Επιθυμούσε τη φαντασία, το μυστήριο και την ελευθερία της. Ήταν όμως νέα. Ένα νέο έφηβο κορίτσι που άλλοτε την αντιμετώπιζαν ως παιδί και άλλοτε ως μεγάλη. Ήταν ώριμη κοπέλα. Δεν ήταν ανεξάρτητη. Όχι ακόμη τουλάχιστον. Καθόταν στο παράθυρο χαμένη στις σκέψεις και τη φαντασία της να κοιτάζει στον απέραντο ουρανό με τον αέρα να ανεμίζει τα μαλλιά της. Δεν περίμενε κάποιον να φανεί από το παράθυρο της ούτε είχε διάθεση για κοινωνικές σχέσεις. Άλλωστε αυτό δεν τα κατάφερνε ποτέ σε αυτό. Απλώς ήθελε να είναι ευγενική με τους συνανθρώπους της. Πάντα θαύμαζε την ευγένεια και την καλοσύνη στους ανθρώπους. Εκεί στο παράθυρο μόνο σκεφτόταν. Δεν περίμενε κανένα, απλώς σκεφτόταν. Ίσως περίμενε την έμπνευση και τη φαντασία να έρθουν ξανά στο παράθυρο για να συζητήσουν. Ίσως περίμενε εκείνη τη στιγμή που θα μπορέσει να γνωρίσει τον κόσμο μέσα από τα δικά της μάτια. Τον αληθινό κόσμο. Ξέρει ότι μπορεί και να πονέσει όταν αυτό συμβεί, όμως δεν ανησυχεί γιατί το θέλει. Περιμένει τη στιγμή που θα μπορεί να κάνει περισσότερα, να μάθει περισσότερα, να ταξιδέψει… Τα είχε ακούσει αυτά από τους μεγαλύτερους. Τα είχε διαβάσει στα βιβλία. Τώρα ήθελε επιτέλους κι αυτή να ζήσει το όνειρο. Όμως, είναι ακόμη νωρίς της έλεγε μια φωνή μέσα της. Για την ώρα τα ταξίδια σε άλλους κόσμους μπορούν να γίνονται μόνο με τις σκέψεις της και τη φαντασία της. Υπάρχουν ακόμα τόσα πράγματα που μπορεί να γνωρίσει! Και περισσότερο από όλα, τον ίδιο τον εαυτό της. Όλες τις πτυχές του και κυρίως τις καλύτερες. Είναι σίγουρη ότι έτσι θα κατακτήσει το μέλλον που της αξίζει.
Πασχαλίνα Γιαννάκη
Ξημέρωνε Αύγουστος. Ήταν νωρίς το πρωί. Δεν είχε ξυπνήσει ακόμα η φύση τριγύρω. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, άνοιξε το παράθυρο και την έλουσε ο δροσερός αέρας δίνοντάς της πνοή για να συνεχίσει την ημέρα της. Μπροστά της απλωνόταν η απεραντοσύνη της θάλασσας. Επικρατούσε απόλυτη ηρεμία κι όλα έμοιαζαν ακίνητα. Οι δουλειές δεν είχαν ακόμα αρχίσει και η κίνηση στον δρόμο ήταν ελάχιστη. Βυθίστηκε στον ωκεανό των σκέψεών της. Ένιωθε το φόρεμα της να γίνεται σύννεφο και να την συνεπαίρνει στον ουρανό αγγίζοντάς τον. Απολάμβανε τις τελευταίες στιγμές ηρεμίας γιατί ήξερε ότι την περίμενε μία δύσκολη μέρα. Στο αρχοντικό ετοιμαζόντουσαν όλοι για τη σημερινή γιορτή. Επίτιμα πρόσωπα από όλη τη χώρα θα συμμετείχαν. Δεν ήταν χαρούμενη γι΄ αυτό. Πρόσμενε λίγες στιγμές ηρεμίας και ελευθερίας που θα της έδιναν ευχάριστες αναμνήσεις για να αναπολεί κατά τη διάρκεια της κουραστικής μέρας που την περίμενε. Ήθελε να απολαύσει τη μοναξιά της όσο μπορούσε. Ένιωθε τον αέρα μέσα στα μαλλιά της ως τη μοναδική λύτρωση. Σαν μια διέξοδο από τις συμβάσεις που ήταν αναγκασμένη να ζει και από τις ομιχλώδεις σκέψεις της αυτό το πρωινό του Αυγούστου.
Δήμητρα Γιάντσιου
Ένα όμορφο πρωινό ξύπνημα την περίμενε. Σηκώθηκε να ανοίξει το παράθυρο και αμέσως ένα αεράκι με μυρωδιές της Άνοιξης διαπέρασε το κορμί της και σιγά σιγά ανακάτεψε με ρόδα τα πλούσια μαλλιά της. Ήταν θλιμμένη, το πρόσωπό της διαλυμένο σε μικρά κομμάτια του παζλ. Διάφορες σκοτεινές σκέψεις... Λίγα λεπτά μπροστά από το παράθυρο ήταν αρκετά για να απαλλαχθεί από τις σκέψεις που την βάραιναν. Ένα περίπλοκο ερώτημα την απασχολούσε. Στο μυαλό της ακροβατούσε πάνω σε ένα σχοινί που ήταν έτοιμο να σπάσει. Από κάτω η θάλασσα να την περιμένει με τρικυμία. Το κορίτσι δεν ήθελε να χάσει την ισορροπία της, δεν φανταζόταν τον εαυτό της να τα βάζει με τα κύματα, γιατί όπως έλεγε ήταν μικρή ακόμα για να γνωρίσει μία απέραντη θάλασσα.
Μπορώ να ταυτιστώ με την προσμονή του κοριτσιού. Ήθελε να βεβαιωθεί πως έχει μεγαλώσει για να βουτήξει στην θάλασσα. Έτσι και εγώ. Θέλω να γνωρίσω πρώτα τον εαυτό μου και μετά να προχωρήσω προς το δύσβατο μονοπάτι της ζωής. Περιμένω με ελπίδα αυτή την μέρα που θα δω καθαρά και με ωριμότητα τη ζωή...
Ένα όμορφο πρωινό ξύπνημα την περίμενε. Σηκώθηκε να ανοίξει το παράθυρο και αμέσως ένα αεράκι με μυρωδιές της Άνοιξης διαπέρασε το κορμί της και σιγά σιγά ανακάτεψε με ρόδα τα πλούσια μαλλιά της. Ήταν θλιμμένη, το πρόσωπό της διαλυμένο σε μικρά κομμάτια του παζλ. Διάφορες σκοτεινές σκέψεις... Λίγα λεπτά μπροστά από το παράθυρο ήταν αρκετά για να απαλλαχθεί από τις σκέψεις που την βάραιναν. Ένα περίπλοκο ερώτημα την απασχολούσε. Στο μυαλό της ακροβατούσε πάνω σε ένα σχοινί που ήταν έτοιμο να σπάσει. Από κάτω η θάλασσα να την περιμένει με τρικυμία. Το κορίτσι δεν ήθελε να χάσει την ισορροπία της, δεν φανταζόταν τον εαυτό της να τα βάζει με τα κύματα, γιατί όπως έλεγε ήταν μικρή ακόμα για να γνωρίσει μία απέραντη θάλασσα.
Μπορώ να ταυτιστώ με την προσμονή του κοριτσιού. Ήθελε να βεβαιωθεί πως έχει μεγαλώσει για να βουτήξει στην θάλασσα. Έτσι και εγώ. Θέλω να γνωρίσω πρώτα τον εαυτό μου και μετά να προχωρήσω προς το δύσβατο μονοπάτι της ζωής. Περιμένω με ελπίδα αυτή την μέρα που θα δω καθαρά και με ωριμότητα τη ζωή...
Έλενα Κορινιώτη
Ήταν ένα φθινοπωρινό πρωινό. Οι λαμπρές ηλιαχτίδες του ηλίου πέρασαν από το μισάνοιχτο παραθύρι της μικρής Νεφέλης. «Έτοιμο το πρωινό» φώναξε η μητέρα της. Μα εκείνη είχε κουραστεί με τη βασιλική ζωή που ήταν αναγκασμένη ν΄ ακολουθεί κάθε μέρα στο παλάτι. Ήθελε μια ζωή ανέμελη και ελεύθερη όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας της. Το φως του ηλίου την καλεί στο παράθυρο, κοντοστέκεται και ζηλεύει τα παιδιά που μπορούν να παίζουν ανέμελα στο γρασίδι παρέα με την φύση και τον μελωδικό τραγούδι των πουλιών. Ποσό ηρεμία και πόση γαλήνη τη γεμίζει αυτή η εικόνα! Πόσο θα ήθελε να έβγαζε φτερά και να πετούσε σαν πουλί. Ναι! Να πετάξει σαν πουλί στον καθαρό αέρα… Περιμένει με ελπίδα και υπομονή πως κάποια μέρα θα τα καταφέρει. Όμως, οι σκέψεις της δεν κράτησαν πολύ. Η φωνή της μητέρας ακούστηκε δυνατά και η μικρή κατέβηκε βαριεστημένα τις πελώριες σκάλες του παλατιού έχοντας στο νου της το «παράθυρο»…
Με την Νεφέλη ταυτίστηκα κι εγώ πριν από κάποιους μήνες. Το να ζει κανείς στα άνθη μιας πανδημίας δεν είναι απλό… Ήταν πάλι ένα πρωινό που σηκώθηκα για «διαδικτυακό» μάθημα. Τότε ήταν που ένιωσα την προσμονή του ανοιχτού παραθύρου. Μόνο που το παράθυρο για εμένα ήταν μια μικρή οθόνη κινητού με αναμνήσεις από τότε που είχα ελευθερία να ζω…
Ήταν ένα φθινοπωρινό πρωινό. Οι λαμπρές ηλιαχτίδες του ηλίου πέρασαν από το μισάνοιχτο παραθύρι της μικρής Νεφέλης. «Έτοιμο το πρωινό» φώναξε η μητέρα της. Μα εκείνη είχε κουραστεί με τη βασιλική ζωή που ήταν αναγκασμένη ν΄ ακολουθεί κάθε μέρα στο παλάτι. Ήθελε μια ζωή ανέμελη και ελεύθερη όπως όλα τα κορίτσια της ηλικίας της. Το φως του ηλίου την καλεί στο παράθυρο, κοντοστέκεται και ζηλεύει τα παιδιά που μπορούν να παίζουν ανέμελα στο γρασίδι παρέα με την φύση και τον μελωδικό τραγούδι των πουλιών. Ποσό ηρεμία και πόση γαλήνη τη γεμίζει αυτή η εικόνα! Πόσο θα ήθελε να έβγαζε φτερά και να πετούσε σαν πουλί. Ναι! Να πετάξει σαν πουλί στον καθαρό αέρα… Περιμένει με ελπίδα και υπομονή πως κάποια μέρα θα τα καταφέρει. Όμως, οι σκέψεις της δεν κράτησαν πολύ. Η φωνή της μητέρας ακούστηκε δυνατά και η μικρή κατέβηκε βαριεστημένα τις πελώριες σκάλες του παλατιού έχοντας στο νου της το «παράθυρο»…
Με την Νεφέλη ταυτίστηκα κι εγώ πριν από κάποιους μήνες. Το να ζει κανείς στα άνθη μιας πανδημίας δεν είναι απλό… Ήταν πάλι ένα πρωινό που σηκώθηκα για «διαδικτυακό» μάθημα. Τότε ήταν που ένιωσα την προσμονή του ανοιχτού παραθύρου. Μόνο που το παράθυρο για εμένα ήταν μια μικρή οθόνη κινητού με αναμνήσεις από τότε που είχα ελευθερία να ζω…
Μαρία Τσιανάκα
Ξημερώματα. Το κορίτσι ανοίγει το παράθυρο και κοιτάζει τον ουρανό. Τα μαλλιά της με το ζεστό αεράκι ανεμίζουν, τα μάτια λάμπουν στο λίγο ακόμα φως. Το κορίτσι ψιθυρίζει και εύχεται, όπως κάθε βράδυ, να κατέβει από τον ουρανό η γιαγιά της για να την δει και να της πει αυτά που δεν μπορεί να πει σε κανέναν άλλον. Η γιαγιά της κατεβαίνει από τον ουρανό και στέκεται στο παράθυρο. Η συζήτηση διαρκεί αρκετή ώρα μεταξύ τους. Οι γονείς του κοριτσιού δεν γνωρίζουν τίποτα για αυτό που γίνεται αυτό το διάστημα. Μα και να το πει δεν θα την πιστέψουν διότι θα νομίζουν πως τους λέει ψέματα. Η γιαγιά και το κορίτσι από πάντα είχαν πολύ καλή σχέση. Είχα κάτι το μαγικό η γιαγιά της και ακόμη και μετά τον θάνατό της συνέχιζε όπως και τώρα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να μιλάει με την εγγονή της. Όλα ήταν τόσο όμορφα όταν το κορίτσι μιλούσε στη γιαγιά της. Ένιωθε μια ελευθερία και μια ελπίδα πως όταν έρθει η ώρα και πάει στον ουρανό κοντά της θα είναι πάντα ευτυχισμένες και οι δυο. Η ώρα περνούσε ώσπου οι γονείς του κοριτσιού σε λίγο θα ξυπνούσαν. Η γιαγιά και το κορίτσι αγκαλιάστηκαν και η γιαγιά ανέβηκε ψηλά στον ουρανό πριν όμως φύγει της είπε «Αύριο θα έρθω και πάλι».
Κάτι παρόμοιο, μπορώ να πω, κάνω και εγώ. Συνήθως όταν είναι βράδυ και κάθομαι στο μπαλκόνι έξω και λέω πράγματα στη γιαγιά μου. Φυσικά δεν κατεβαίνει από τον ουρανό, αλλά πιστεύω ότι από εκεί ψηλά με ακούει.
Ξημερώματα. Το κορίτσι ανοίγει το παράθυρο και κοιτάζει τον ουρανό. Τα μαλλιά της με το ζεστό αεράκι ανεμίζουν, τα μάτια λάμπουν στο λίγο ακόμα φως. Το κορίτσι ψιθυρίζει και εύχεται, όπως κάθε βράδυ, να κατέβει από τον ουρανό η γιαγιά της για να την δει και να της πει αυτά που δεν μπορεί να πει σε κανέναν άλλον. Η γιαγιά της κατεβαίνει από τον ουρανό και στέκεται στο παράθυρο. Η συζήτηση διαρκεί αρκετή ώρα μεταξύ τους. Οι γονείς του κοριτσιού δεν γνωρίζουν τίποτα για αυτό που γίνεται αυτό το διάστημα. Μα και να το πει δεν θα την πιστέψουν διότι θα νομίζουν πως τους λέει ψέματα. Η γιαγιά και το κορίτσι από πάντα είχαν πολύ καλή σχέση. Είχα κάτι το μαγικό η γιαγιά της και ακόμη και μετά τον θάνατό της συνέχιζε όπως και τώρα να κατεβαίνει από τον ουρανό και να μιλάει με την εγγονή της. Όλα ήταν τόσο όμορφα όταν το κορίτσι μιλούσε στη γιαγιά της. Ένιωθε μια ελευθερία και μια ελπίδα πως όταν έρθει η ώρα και πάει στον ουρανό κοντά της θα είναι πάντα ευτυχισμένες και οι δυο. Η ώρα περνούσε ώσπου οι γονείς του κοριτσιού σε λίγο θα ξυπνούσαν. Η γιαγιά και το κορίτσι αγκαλιάστηκαν και η γιαγιά ανέβηκε ψηλά στον ουρανό πριν όμως φύγει της είπε «Αύριο θα έρθω και πάλι».
Κάτι παρόμοιο, μπορώ να πω, κάνω και εγώ. Συνήθως όταν είναι βράδυ και κάθομαι στο μπαλκόνι έξω και λέω πράγματα στη γιαγιά μου. Φυσικά δεν κατεβαίνει από τον ουρανό, αλλά πιστεύω ότι από εκεί ψηλά με ακούει.
Κατερίνα Νταλαμπέκου
Πολλές φορές νιώθει αυτή την έντονη επιθυμία να πετάξει. Κρύβεται πάντοτε πίσω από το παράθυρο παρατηρώντας κάθε κίνηση των ιπτάμενων φίλων της. Το μόνο συναίσθημα που την κυριαρχεί είναι η ανάγκη για ελευθερία. Καθημερινά κοντοστέκει στο παράθυρο. Κάθε μέρα με μια άλλη, διαφορετική σκέψη. Άλλες φορές οι σκέψεις της είναι σκοτεινές. Άλλοτε αδιάφορες ίσως και επιφανειακές. Μερικές φορές συνοδεύονται από σιωπές, από κραυγές, από χαμόγελα ή από αναμνήσεις. Στέλνει όλες αυτές τις σκέψεις ψηλά μέσα από τα σύννεφα. Στο βάθος του ουρανού την περιμένουν όλες οι πόλεις που ονειρεύτηκε. Ίσως, σε κάποιο μακρινό μέρος του κόσμου, κάποιος να έχει τα ίδια όνειρα και τις ίδιες φιλοδοξίες με εκείνη.
Οι δικές μου προσδοκίες ίσως να ταυτίζονται με της κοπέλας. Είναι πολύ αόριστες, βέβαια, αλλά είναι φορές που νιώθω κι εγώ πολύ έντονα τα συναισθήματα που νιώθει και η κοπέλα. Σκέψεις και συναισθήματα ακόμα αδιαμόρφωτα, όπως η ελευθερία, τα ταξίδια, η ζωή και το μέλλον. Πράγματα που όλους τους απασχολούν, αλλά κάποιοι φοβούνται να τα αγγίξουν. Δεν τα παρατάω. Προσπαθώ μέρα με τη μέρα να ανοίγω όλο και περισσότερο το παράθυρο και να ονειρεύομαι.
Κατερίνα Παπαναστασίου
Μάιος του 1985. Ένα δροσερό αεράκι και οι ακτίνες του ήλιου ξύπνησαν την όμορφη κοπέλα. Δεν ξύπνησε χαρούμενη, όπως συνήθιζε, αλλά σκεπτική και μελαγχολική. Πλησίασε το παράθυρο, τη μάγεψε η θέα έξω και ανέπνευσε με βαθιές αλλά ήρεμες ανάσες. Πολλές σκέψεις βασανίζουν το εφηβικό της μυαλό. Αναζητεί την αγάπη και προσμένει ένα καλύτερο μέλλον. Ελπίζει κάποτε να αγαπηθεί και να αγαπήσει, σκέφτεται πως θα μπορούσε να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί και να ανακαλύψει τον εαυτό της.
Το κορίτσι μοιάζει μ΄ εμένα. Ελπίζω εκτός από την επιτυχία μου στα μαθήματα να βελτιώνω καθημερινά τον εαυτό μου. Ελπίζω κάποτε να καταφέρω να αισθανθώ ελεύθερη και να μην κάνω δεύτερες σκέψεις εξαιτίας των ανασφαλειών μου. Θέλω να μπορέσω να είμαι δυνατή σε όλες τις δυσκολίες που θα συναντήσω στη ζωή μου και να μην τις αφήσω να με επηρεάσουν αρνητικά. Ελπίζω να πετύχω τους στόχους μου και τους "εύκολους και τους "δύσκολους. Πιστεύω ότι για να καταφέρω όλα αυτά θα πρέπει να προσπαθήσω πολύ και ότι τα περισσότερα εξαρτώνται από μένα.
Πολλές φορές νιώθει αυτή την έντονη επιθυμία να πετάξει. Κρύβεται πάντοτε πίσω από το παράθυρο παρατηρώντας κάθε κίνηση των ιπτάμενων φίλων της. Το μόνο συναίσθημα που την κυριαρχεί είναι η ανάγκη για ελευθερία. Καθημερινά κοντοστέκει στο παράθυρο. Κάθε μέρα με μια άλλη, διαφορετική σκέψη. Άλλες φορές οι σκέψεις της είναι σκοτεινές. Άλλοτε αδιάφορες ίσως και επιφανειακές. Μερικές φορές συνοδεύονται από σιωπές, από κραυγές, από χαμόγελα ή από αναμνήσεις. Στέλνει όλες αυτές τις σκέψεις ψηλά μέσα από τα σύννεφα. Στο βάθος του ουρανού την περιμένουν όλες οι πόλεις που ονειρεύτηκε. Ίσως, σε κάποιο μακρινό μέρος του κόσμου, κάποιος να έχει τα ίδια όνειρα και τις ίδιες φιλοδοξίες με εκείνη.
Οι δικές μου προσδοκίες ίσως να ταυτίζονται με της κοπέλας. Είναι πολύ αόριστες, βέβαια, αλλά είναι φορές που νιώθω κι εγώ πολύ έντονα τα συναισθήματα που νιώθει και η κοπέλα. Σκέψεις και συναισθήματα ακόμα αδιαμόρφωτα, όπως η ελευθερία, τα ταξίδια, η ζωή και το μέλλον. Πράγματα που όλους τους απασχολούν, αλλά κάποιοι φοβούνται να τα αγγίξουν. Δεν τα παρατάω. Προσπαθώ μέρα με τη μέρα να ανοίγω όλο και περισσότερο το παράθυρο και να ονειρεύομαι.
Κατερίνα Παπαναστασίου
Μάιος του 1985. Ένα δροσερό αεράκι και οι ακτίνες του ήλιου ξύπνησαν την όμορφη κοπέλα. Δεν ξύπνησε χαρούμενη, όπως συνήθιζε, αλλά σκεπτική και μελαγχολική. Πλησίασε το παράθυρο, τη μάγεψε η θέα έξω και ανέπνευσε με βαθιές αλλά ήρεμες ανάσες. Πολλές σκέψεις βασανίζουν το εφηβικό της μυαλό. Αναζητεί την αγάπη και προσμένει ένα καλύτερο μέλλον. Ελπίζει κάποτε να αγαπηθεί και να αγαπήσει, σκέφτεται πως θα μπορούσε να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί και να ανακαλύψει τον εαυτό της.
Το κορίτσι μοιάζει μ΄ εμένα. Ελπίζω εκτός από την επιτυχία μου στα μαθήματα να βελτιώνω καθημερινά τον εαυτό μου. Ελπίζω κάποτε να καταφέρω να αισθανθώ ελεύθερη και να μην κάνω δεύτερες σκέψεις εξαιτίας των ανασφαλειών μου. Θέλω να μπορέσω να είμαι δυνατή σε όλες τις δυσκολίες που θα συναντήσω στη ζωή μου και να μην τις αφήσω να με επηρεάσουν αρνητικά. Ελπίζω να πετύχω τους στόχους μου και τους "εύκολους και τους "δύσκολους. Πιστεύω ότι για να καταφέρω όλα αυτά θα πρέπει να προσπαθήσω πολύ και ότι τα περισσότερα εξαρτώνται από μένα.
Πάμελα Πετάλλι
Έτσι όπως πάντα ξημέρωναν τα πρωινά, με τις ίδιες ηλιαχτίδες να τρυπούν ανώδυνα τα παραθυρόφυλλα, με την ίδια μυρωδιά των λουλουδιών να εισβάλουν παράνομα στο μικρό δωμάτιο, έτσι κι εκείνο το πρωινό ξημέρωσε. Το κορίτσι φορώντας άσπρα λαμπερά μετάξια, ξύπνησε έτοιμη να αντικρίσει την ομορφιά του πρωινού εκείνου. Σαν ξέφυγε από τη λήθη του ονείρου πλησίασε με τόλμη στο παράθυρο. Όγδοος ο μήνας. Ζεστή ατμόσφαιρα. Ο αέρας χόρευε με τα μαλλιά της. Εκτόξευε λουλουδένια πέταλα και σκόρπιζε τη μυρωδιά τους.
Όμορφος ο κόσμος ειδικά με αυτή τη θέα από το παράθυρο. Έξω η ένταση των φύλλων που ανακατεύονται από τον αέρα με ρυθμό και κέφι φαντάζει ασταμάτητη και ζωηρή. Ήρεμη παρατηρεί τον ουρανό και σκέφτεται. Άραγε πόσοι από μας χαίρονται την ομορφιά της φύσης, τα χρώματα των λουλουδιών, το πράσινο χορτάρι, τη γαλήνια ατμόσφαιρα, το κάθε λογής ζωάκι; Μεγάλο προνόμιο, το να απολαμβάνεις και να γεμίζει ο εσωτερικός σου κόσμος με άνθη και χρώματα, με σκέψεις και πετούμενα ροζ πέταλα. Χωρίς να περιμένεις κάτι, χωρίς κάποια υλική ανταπόδοση. Αφήνεσαι στη μαγεία του ανέμου του πρωινού εκείνου.
Έτσι όπως πάντα ξημέρωναν τα πρωινά, με τις ίδιες ηλιαχτίδες να τρυπούν ανώδυνα τα παραθυρόφυλλα, με την ίδια μυρωδιά των λουλουδιών να εισβάλουν παράνομα στο μικρό δωμάτιο, έτσι κι εκείνο το πρωινό ξημέρωσε. Το κορίτσι φορώντας άσπρα λαμπερά μετάξια, ξύπνησε έτοιμη να αντικρίσει την ομορφιά του πρωινού εκείνου. Σαν ξέφυγε από τη λήθη του ονείρου πλησίασε με τόλμη στο παράθυρο. Όγδοος ο μήνας. Ζεστή ατμόσφαιρα. Ο αέρας χόρευε με τα μαλλιά της. Εκτόξευε λουλουδένια πέταλα και σκόρπιζε τη μυρωδιά τους.
Όμορφος ο κόσμος ειδικά με αυτή τη θέα από το παράθυρο. Έξω η ένταση των φύλλων που ανακατεύονται από τον αέρα με ρυθμό και κέφι φαντάζει ασταμάτητη και ζωηρή. Ήρεμη παρατηρεί τον ουρανό και σκέφτεται. Άραγε πόσοι από μας χαίρονται την ομορφιά της φύσης, τα χρώματα των λουλουδιών, το πράσινο χορτάρι, τη γαλήνια ατμόσφαιρα, το κάθε λογής ζωάκι; Μεγάλο προνόμιο, το να απολαμβάνεις και να γεμίζει ο εσωτερικός σου κόσμος με άνθη και χρώματα, με σκέψεις και πετούμενα ροζ πέταλα. Χωρίς να περιμένεις κάτι, χωρίς κάποια υλική ανταπόδοση. Αφήνεσαι στη μαγεία του ανέμου του πρωινού εκείνου.
Νάνσυ Τζιόλη
Το κορίτσι σηκώθηκε στις εννέα το πρωί, όπως έκανε κάθε μέρα, έβαλε το καλό της φόρεμα και χτένισε τα μαλλιά της, όπως της επιβαλλόταν να κάνει, και στάθηκε μπροστά απ’ το ανοιχτό παράθυρο, πράγμα που έκανε συνέχεια. Κοιτούσε για ώρες ατελείωτες, ξέροντας καλά πως αυτό που έχασε δεν θα γυρνούσε πίσω. Ποτέ. Παρόλα αυτά, ζούσε με την προσμονή να επιστρέψει μια μέρα ο αδικοχαμένος πατέρας της και να τους σώσει και τους δυο. Βαθιά μέσα της ήξερε πως αυτή η λύτρωση δεν θα ερχότανε ποτέ. Στεκόταν απλά όλη μέρα μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο, κοιτάζοντας το πλούσιο τοπίο και συνάμα το άδειο της μέλλον. Ακόμα πιο βαθιά όμως, περίμενε. Απλώς περίμενε.
Στη θέση του κοριτσιού θα κοιτούσα το απέραντο γαλάζιο, το άπειρο, και θα συλλογιζόμουν. Δεν ξέρω τι. Αυτό σίγουρα θα εξαρτιόταν από εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό που ξέρω είναι πως θα χανόμουν στον ανακουφιστικό ήχο των κυμάτων και στη γαλήνια εικόνα. Σαν να βλέπεις έναν ιδανικό κόσμο, δίχως προβλήματα και φασαρίες. Σε έναν κόσμο που ο καθένας ερμηνεύει με τον τρόπο που ο ίδιος θέλει.
Το κορίτσι σηκώθηκε στις εννέα το πρωί, όπως έκανε κάθε μέρα, έβαλε το καλό της φόρεμα και χτένισε τα μαλλιά της, όπως της επιβαλλόταν να κάνει, και στάθηκε μπροστά απ’ το ανοιχτό παράθυρο, πράγμα που έκανε συνέχεια. Κοιτούσε για ώρες ατελείωτες, ξέροντας καλά πως αυτό που έχασε δεν θα γυρνούσε πίσω. Ποτέ. Παρόλα αυτά, ζούσε με την προσμονή να επιστρέψει μια μέρα ο αδικοχαμένος πατέρας της και να τους σώσει και τους δυο. Βαθιά μέσα της ήξερε πως αυτή η λύτρωση δεν θα ερχότανε ποτέ. Στεκόταν απλά όλη μέρα μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο, κοιτάζοντας το πλούσιο τοπίο και συνάμα το άδειο της μέλλον. Ακόμα πιο βαθιά όμως, περίμενε. Απλώς περίμενε.
Στη θέση του κοριτσιού θα κοιτούσα το απέραντο γαλάζιο, το άπειρο, και θα συλλογιζόμουν. Δεν ξέρω τι. Αυτό σίγουρα θα εξαρτιόταν από εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό που ξέρω είναι πως θα χανόμουν στον ανακουφιστικό ήχο των κυμάτων και στη γαλήνια εικόνα. Σαν να βλέπεις έναν ιδανικό κόσμο, δίχως προβλήματα και φασαρίες. Σε έναν κόσμο που ο καθένας ερμηνεύει με τον τρόπο που ο ίδιος θέλει.
Ευαγγελία Παπαναστασίου
Στον πίνακα ένα νεαρό κορίτσι στέκεται σκεπτικό μπροστά στο παράθυρο. Από τα ρούχα της καταλαβαίνουμε ότι ανήκει στην ανώτερη τάξη. Στα δυο της χέρια κρατά ένα σκυλάκι και από το αριστερό της χέρι κρέμεται μια τσάντα εκείνης της εποχής. Το χρώμα που χρησιμοποιεί ο ζωγράφος στο φόρεμα αναδεικνύει την καλοσύνη, την αθωότητα και την αγνότητα της κοπέλας. Φαίνεται ότι η κοπέλα νιώθει χαρά και ευτυχία και τα λουλούδια που βρίσκονται ολόγυρά της και το τριαντάφυλλο που φορά στα μαλλιά της δείχνουν ότι μπορεί να είναι και ερωτευμένη.
Ελένη Τόκα
Πάντα της άρεσε το άρωμα της άνοιξης. Έλουζε ο ήλιος τα μαύρα και σγουρά μαλλιά της. Το θρόισμα των φύλλων και ο ζεστός αέρας την παρέσυραν. Ταξίδεψε το μυαλό της. Δίχως προορισμό. Δίχως χάρτη. Δίχως δεύτερες σκέψεις. Γιατί εκεί ήταν σχεδόν μόνη της. Η μόνη συντροφιά της ήταν το λουλούδι στα μαλλιά της. Το λουλούδι που σφιχτά είχε δεθεί μαζί της αλλά με την απειλή του ανέμου διαλυόταν. Την εγκατέλειπε σιγά σιγά κι αυτό. Όπως όλα. Βυθίστηκαν τα μάτια της στη θάλασσα. Έψαχνε μέσα της τις αναμνήσεις. Πρόσωπα γνώριμα. Παλιούς αγαπημένους. Τους βρήκε. Κάτι μέσα της έλαμψε με αυτή ανακάλυψη. Όμως κάτι άλλο έσβησε. Ένιωσε τις πληγές της να κλείνουν. Και να ανοίγουν άλλες ξανά. Σαν αγρίεψε η θάλασσα, ααν τα σύννεφα εμφανίστηκαν, σαν χάθηκε το λουλούδι επέστρεψε και αυτή. Βρήκε διέξοδο στου μυαλού της τον λαβύρινθο. Βλέποντας την έτσι, χαμένη στις σκέψεις της, μεθυσμένη από τη μυρωδιά της θάλασσας, με βαριά ματόκλαδα και μάτια καρφωμένα στα κύματα, σκέφτηκα. Μα περισσότερο ένιωσα. Ένιωσα. Ένιωσα κάτι μετά από καιρό. Σαν να βγήκα για λίγο από την αδράνεια. Σαν να έζησα το όνειρό της με τα μάτια ανοιχτά. Το είδα αυτή τη φορά. Το είδα καλά. Δε το ξέχασα. Το προσμένω. Αργεί. Μα θα περιμένω. Θα τα καταφέρω.
Ήταν αυγουστιάτικο πρωινό. Το κορίτσι μόλις είχε ξυπνήσει. Δεν ήταν χαρούμενη. Θολές σκέψεις ανακατεύονταν με τα πλούσια μαλλιά της. Τότε ανασηκώθηκε και άνοιξε το παράθυρο του δωματίου της. Ήταν λίγο μπερδεμένη εκείνο το πρωί. Ένιωθε σαν όλα γύρω της να γυρίζουν, ο κόσμος να αλλάζει και αυτή παρά τις προσπάθειες να μένει στάσιμη. Στο σπίτι όλοι φωνάζουν δεν την άφηναν ήσυχη. Προσπαθούσε να βρει τον τρόπο που θα την άλλαζε, αλλά ποτέ δεν τον έβρισκε και πάντα απογοητευόταν. Δεν είχε πολλές φίλες και αυτό την έκανε να νιώθει ασφαλής, γιατί συνήθως οι πολλοί οι φίλοι συνήθως δεν είναι και καλοί. Κάθε μέρα προσπαθεί για το καλύτερο, αλλά πάντα κάτι την κρατάει πίσω. Δεν θέλει να χάσει αυτά που έχει ήδη κερδίσει, γιατί μετά θα διαλυθεί εντελώς. Ελπίζει γύρω της να την κατανοήσουν και να της δώσουν την ευκαιρία να τους δείξει ότι μπορεί να αλλάξει γιατί το θέλει. Αυτά σκεφτόταν καθώς έβλεπε σκεπτική έξω από το παράθυρό της κι ένας φόβος την έπνιγε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου