Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ




(Πάνω αριστερά) Masolino da Panicale. Pietà. 1424. Αποτοιχισμένη τοιχογραφία. 280 x 118 εκ. Empoli, Συλλογή του ναού του Αγίου Ανδρέα.
(Πάνω δεξιά) Bill Viola (γεν. 1951). Ανάδυση [Emergence]. 2002. Φωτογραφικό απόσπασμα από έγχρωμο βίντεο (11 min. και 49 sec). Performers: Weba Garretson, John Hay, Sarah Steben.
(Κάτω) Η τοιχογραφία Pietà του Masolino da Panicale και απέναντι οθόνη στην οποία παρουσιάζεται το video Ανάδυση [Emergence] του Bill Viola. Φλωρεντία, Palazzo Strozzi, 2018.

Η Μεγάλη Βδομάδα είναι μια πρόκληση για στοχασμό. Είτε πιστεύουμε στον Χριστό είτε όχι. Η ιδέα ενός Θεού που θυσιάζεται για τον άνθρωπο και μετά τρεις ημέρες ανασταίνεται, είναι ο κεντρικός πυρήνας της χριστιανικής θρησκείας. Βέβαια, και σε άλλες θρησκείες συναντούμε θεότητες που πεθαίνουν και μετά ανασταίνονται, όπως για παράδειγμα ο Όσιρις, ο Κρίσνα, ο Διόνυσος, ο Μίθρας κ.ά. Ωστόσο, μόνο στο Πάθος του Χριστού μπορούμε να διακρίνουμε σε τόσο μεγάλο βαθμό τα στοιχεία της προδοσίας, της εγκατάλειψης και της άδικης καταδίκης. Ποιο νόημα μπορεί να έχει μια τόσο ιδιαίτερη θυσία στην καθημερινότητά μας; Ας επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα, χωρίς τυπικά θρησκευτικά προαπαιτούμενα, αλλά με βάση τις απλές αλήθειες που μπορεί να έχει για τη ζωή μας.
H πρώτη αλήθεια αφορά στον σκοπό της θυσίας του Χριστού. Σύμφωνα με τη χριστιανική θεολογία ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο με υψηλότατα προσόντα και με τελικό σκοπό την ίδια την ομοίωση μαζί του. Ωστόσο, η θέωση αυτή δεν είναι «υποχρεωτική», αλλά αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής. Το τεράστιο προσόν της ελευθερίας αποδεικνύεται για τον άνθρωπο η μεγαλύτερη πρόκλησή του. Είναι χαρακτηριστική η τραγικότητα με την οποία ερμήνευσαν την ανθρώπινη ελευθερία οι υπαρξιστές φιλόσοφοι. Έγραφε ο Σαρτρ: «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Καταδικασμένος, γιατί δεν δημιούργησε, εν έπλασε μόνος του τον εαυτό του κι ωστόσο ταυτόχρονα ελεύθερος, γιατί από τη στιγμή που πετάχτηκε στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει». Ο άνθρωπος από την πρώτη στιγμή κάνοντας χρήση της ελευθερίας του αποφάσισε ότι δεν χρειάζεται καμιά θεϊκή δέσμευση. Έτσι εξαπάτησε τον Θεό παρακούοντας την απλή και συμβολική «απαγόρευση» που του έθεσε ως δοκιμασία της ελευθερίας του. Αυτό είναι το νόημα του «προπατορικού αμαρτήματος». Ο Θεός, όμως, που υπεραγαπά το δημιούργημά του δεν ήθελε να το αφήσει στη δυστυχία του. Του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει και δεύτερη ευκαιρία, η οποία θα αποκαθιστούσε τη χαμένη αρμονία. Και, όταν, πια η ανθρωπότητα ήταν έτοιμη για το νέο μήνυμα, έλαβε ο ίδιος ο Θεός διά του Υιού ανθρώπινη μορφή και κατήλθε στον κόσμο. Δίδαξε, έκανε θαύματα, γιάτρεψε ασθενείς στο σώμα και στην ψυχή. Όμως το κήρυγμά του ήταν ριζοσπαστικό και συντάραξε τα θεμέλια του παλαιού συστήματος. Γι΄ αυτό οι άνθρωποι που είχαν την εξουσία και συμφέρον από τη διατήρηση της καθεστηκυίας κοινωνικής τάξης τον καταδίκασαν σε ατιμωτικό θάνατο. Όμως, ο Θεάνθρωπος μετά από τρεις ημέρες αναστήθηκε, επικυρώνοντας τον σκοπό της συγκατάβασής του, που ήταν η απόδοση νέας ζωής τον άνθρωπο. Έκτοτε, ο θάνατος και η Ανάσταση του Θεού λειτουργούν ως αφετηρία αλλαγής για τον άνθρωπο. Θα πρέπει, όμως, ν΄ αποφασίσει και πάλι εν ελευθερία να αποδεχθεί ή όχι την πνευματική μέθοδο της σωτηρίας που του δίδαξε ο Χριστός.
Ποια, όμως, είναι η βάση της διδασκαλίας του Χριστού; Ο Χριστός την αποκαλύπτει με πολλούς τρόπους και κυρίως με την ίδια τη θυσία Του. Βάση της θεϊκής συγκατάβασης είναι η αγάπη. Όπως έλεγε: «Ο καλός βοσκός είναι αυτός που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων». Το καινοφανές μήνυμα του Χριστού είναι η απόλυτη και ανυστερόβουλη αγάπη, η οποία φθάνει μέχρι και την αγάπη των εχθρών. Πώς, όμως, επιτυγχάνεται αυτό; Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή του ανθρώπου σε θρησκευτικές τελετές, σε νηστείες, προσευχές και γενικά στην τήρηση μιας αυστηρής θρησκευτικής ηθικής. Χωρίς, να αποκλείονται όλα αυτά από τη διδασκαλία του Χριστού, ο ίδιος θεώρησε σημαντικότερο κάτι άλλο. Όταν, οι Φαρισαίοι θέλοντας να τον παγιδέψουν τον ρώτησαν: «Ποια είναι η σπουδαιότερη εντολή»; Αυτός απάντησε: «Να αγαπήσεις τον Θεό με όλη σου την ψυχή και με όλη σου τη σκέψη και τον συνάνθρωπό σου σαν τον εαυτό σου». Δεν απάντησε, ν΄ αγαπήσεις μόνο τον Θεό, γιατί αυτό θα ήταν απλή θρησκεία. Κι επιπλέον, η αγάπη προς τον Θεό, εάν δεν αποδεικνύεται πρακτικά, μπορεί να καταντήσει στην ουσία αγάπη γι’ ένα βολικό Θεό που πλάθουμε όμοιο με τον εαυτό μας και κατά συνέπεια ναρκισσιστική αγάπη για τον εαυτό μας. Δεν απάντησε, επίσης, ν΄ αγαπήσεις μόνο τον συνάνθρωπο, γιατί αυτό μπορεί να γίνει εμπαθής και εγωιστική αγάπη. Μίλησε για την ταυτόχρονη αγάπη των δύο.
Αυτή η «διπλή αγάπη» είναι η τρίτη αλήθεια που θα μας απασχολήσει. Για να την κατανοήσουμε καλύτερα ας χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα από τη φύση. Όποιος έχει ασκήσει τις αισθήσεις του σε ευγενικές συγκινήσεις, θα έχει σίγουρα εκπλαγεί από το νυκτερινό κελάηδημα του ανοιξιάτικου αηδονιού. Γιατί, όμως, το μικρό αυτό πουλί αφιερώνει τόση ενέργεια σε μια φαινομενικά άσκοπη «καλλιτεχνική έκφραση»; Θα μπορούσαμε να δώσουμε κάποια βιολογική ερμηνεία. Όπως, ότι με τον τρόπο αυτό προειδοποιεί για κίνδυνο ή προσκαλεί τον ερωτικό του σύντροφο. Όλα αυτά μπορεί να είναι πραγματικά, ωστόσο, παραμένει ανεξήγητη αυτή η αίσθηση του μυστηρίου, που αποπνέει το μουσικό τεχνούργημα του μικρού πουλιού. Θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε το μυστήριο αυτό πιο «ποιητικά». Ίσως, τ΄ αηδόνι από φυσικό ένστικτο, αισθάνεται την υπέροχη αρμονία της φύσης και τραγουδά από ευχαρίστηση εκφράζοντας έτσι την πληρότητα της μικρής του ύπαρξης. Είναι σαν να εκφράζει με τον τρόπο αυτό ένα είδος έρωτα προς «κάτι» που αισθάνεται ότι ξεπερνάει τη μικρή του ύπαρξη και από ευγνωμοσύνη προσφέρει σ΄ αυτό το «κάτι» το φυσικό του δώρο.
Μπορούμε να ερμηνεύσουμε την αγάπη του αηδονιού προς αυτό το ανώτερο «κάτι», ως προεικόνιση της αγάπης, που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος προς την έννοια του Υψηλού και του Θεού. Η αγάπη αυτή είναι φυσικό απαύγασμα της εκλεπτυσμένης ύπαρξης, που κατανοεί ότι πάνω από την οριοθετημένη σωματικότητά της, υπάρχει κάτι ψηλότερο και τελειότερο. Κι επειδή διαθέτει το έλλογο στοιχείο που δεν διαθέτει το αηδόνι, αναστοχάζεται την ύπαρξή του ως κάτι πολύ σπουδαίο που ξεπερνά την υλική πραγματικότητα του εαυτού του. Για να το κατορθώσει, όμως, αυτό ο άνθρωπος θα πρέπει να συνειδητοποιήσει τις ιδιαίτερες ικανότητές του που τον κάνουν να διαφέρει από τ΄ άλλα έμβια όντα, όπως την έλλογη σκέψη, τη δυνατότητα να σχεδιάζει το μέλλον του, την ικανότητα να φιλοσοφεί, να ερωτεύεται πέρα από το φυσικό ένστικτο και ν΄ αναστοχάζεται ακόμα και τον θάνατό του. Ανακαλύπτοντας μέσα του, αυτές τις ιδιαίτερες ικανότητές είναι σαν ν΄ ανακαλύπτει τον Θεό μέσα του. Και τότε αλλάζει κατεύθυνση στο άνυσμα της ζωής του και αποκτά την αληθινή γνώση του σώματος και της ψυχής του.
Ωστόσο, η διαδικασία αυτή είναι παράλληλη με την ανακάλυψη της αξίας και των άλλων ανθρώπων. Κι εδώ έγκειται το νόημα της «διπλής αγάπης». Όταν ο άνθρωπος αγαπήσει τον Θεό, ανακαλύπτοντας την αληθινή και υψηλή δική του αξία, τότε μόνο είναι σε θέση να κατανοήσει και την αξία των άλλων ανθρώπων. Δηλαδή, η ανακάλυψη της ομορφιάς του εαυτού του προσανατολίζει τη θέλησή του σε κάτι αντίστροφο από την ικανοποίηση του υλικού του συμφέροντος. Με αυτόν τον τρόπο ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για την ανακάλυψη της ομορφιάς των συνανθρώπων του. Όταν κατορθώσει να σεβαστεί το δικό του σώμα του, τότε είναι σε θέση να σεβαστεί και το σώμα των άλλων. Όταν μπορέσει να σεβαστεί τη δική του μοναδική προσωπικότητα, τότε μπορεί να σεβαστεί και τη μοναδικότητα των άλλων. Η αλήθεια της «διπλής αγάπης», που ο Χριστός φέρνει στον κόσμο, είναι μοναδική. Είναι μια νέα «ποίηση», που καθιστά την ανθρώπινη ύπαρξη πραγματικά όμορφη, γιατί της αποδίδει τη βαθύτερή της αλήθεια.
Η αρχή, λοιπόν, της αγάπης είναι η απόφαση να αντέξουμε στην αναμέτρηση του εαυτού μας με το Υψηλό, το οποίο είναι ταυτόχρονα άυλο (Θεός, Ιδέες, Φύση), αλλά και υλικό (σωματική ύπαρξη του εαυτού και των άλλων). Όλη η ζωή είναι η προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα σ΄ αυτά τα δύο. Εάν ο ζυγός της ισορροπίας παρεκκλίνει μονόπλευρα προς τις Μεγάλες Ιδέες ή ακόμα και προς τον Θεό, χωρίς, όμως, πράξεις και έργα αρετής, τότε καταντούμε επιφανειακοί τυπολάτρες κάποιας «θρησκείας» είτε με Θεό είτε χωρίς Θεό. Η τυπική «θρησκεία» μπορεί ν΄ αναπαύει τον άνθρωπο, ωστόσο, εάν δεν περάσει σε βαθύτερο επίπεδο, λειτουργεί απλώς ως ψυχολογικό καταφύγιο που καλύπτει πρόσκαιρα τον φόβο του θανάτου. Υιοθετεί τότε ο άνθρωπος μια παθητική «θρησκευτικότητα» με εκδηλώσεις εξωτερικής ευσέβειας. Δείτε τις/τους πολιτικούς και τις/τους «επώνυμες/ους», που φορούν τις γραβάτες τους ή βάφονται απ΄την κορφή ως τα νύχια και συνωστίζονται αυτές τις μέρες στις εκκλησίες για να αδρεύσουν ψήφους ή ν’ αναρτήσουν στους λογαριασμούς τους στα social media καμία kitch φωτογραφία με τους εαυτούς τους ή κανένα χουλιγουντιανό «Εσταυρωμένο».
Εάν ο ζυγός παρεκκλίνει προς την άλλη κατεύθυνση, την υλιστική δηλαδή αντίληψη της ζωής, τότε ο άνθρωπος γίνεται τυπολάτρης του «αθεϊσμού» και των ατομικών του δικαιωμάτων, χωρίς καμία αναστοχαστική διασφάλιση των δικαιωμάτων των άλλων. Πλάθει τότε μια αυτοαναφορική «θρησκεία», η οποία θεωρητικά βασίζεται στην πλήρη ελευθερία από κάθε δόγμα, ωστόσο, στο πραγματικό επίπεδο ακολουθεί με «θρησκευτική» πίστη την επιστήμη, την ιδεολογία του, τον ναρκισσισμό του, την κουλτούρα της κατανάλωσης ή την προσκόλληση σε ανθρώπους που του δημιουργούν τη ψευδαίσθηση της σιγουριάς και της ασφάλειας.
Ο Χριστός, λοιπόν, βαδίζει εκούσια στη θυσία. Δεν δίδαξε, απλώς, με λόγια, αλλά απέδειξε με έργα την αλήθεια του. Όταν ο Πιλάτος ρωτά τον Χριστό «τι είναι αλήθεια» θα περίμενε κάποια φιλοσοφική απάντηση, όπως αυτό συνηθιζόταν στην ελληνορωμαϊκή φιλοσοφία. Όμως ο Χριστός σιωπά. Γιατί; Μα απλούστατα, γιατί «αλήθεια» είναι αυτή η ίδια η ζωή του. Ο Πιλάτος «λανθάνει» να δει την αλήθεια που είναι μπροστά του. Το ίδιο δεν είχαν πάθει και οι Φαρισαίοι. Γι΄ αυτό Χριστός δεν τους ονόμασε «τυφλούς οδηγούς» των ανθρώπων;
Τι είναι αυτό που τυφλώνει τα μάτια των ανθρώπων για να δουν την αλήθεια; Ο Ηράκλειτος θεωρούσε την αλήθεια ως το αντίθετο της «λήθης», δηλαδή της λησμονιάς των όντων. Για τους ασύνετους, όπως έλεγε, τα όντα «λανθάνουν» (=παραμένουν κρυμμένα), γιατί οι ίδιοι τα επικαλύπτουν και δεν θέλουν να τα δουν όπως στην πραγματικότητα είναι. Έτσι και η αλήθεια του Θείου Πάθους. Όποιος, επιθυμεί να αντλήσει από αυτό, κάποιου είδους υψηλή σοφία απογοητεύεται. Γιατί η αλήθεια του είναι απλή, σχεδόν παιδική. Δεν είναι θεωρητική αλλά «υλική». Εικονίζεται στο πρότυπο ζωής του ίδιου του Χριστού. Στη θυσιαστική του αγάπη προς όλους ακόμα και προς τους εχθρούς. Ο Χριστός συνομιλούσε με τους περιθωριακούς της κοινωνίας. Συνέτρωγε με τους θεωρούμενους ως αμαρτωλούς. Έκανε παρέα με τους φτωχούς και τους ασθενείς. Δεν περιφρονούσε τις πόρνες και τους ανήθικους. Κι εκείνοι αρχικά απορούσαν γι΄ αυτήν τη συγκατάβαση. Και στη συνέχεια έρχονταν στα συγκαλά τους. Ήξερε ο Χριστός ότι η αγάπη μπορεί να φέρει τον άνθρωπο σε συναίσθηση με απαλό και ήπιο τρόπο. Έβλεπε στους «αμαρτωλούς» τη διάθεση της αλλαγής και τη θέληση της ανακάλυψης της αληθινής αξίας του εαυτού τους. Τους πλησίαζε και τον πλησίαζαν, χωρίς προαπαιτούμενα. Μόνο με τη θέληση της αλλαγής που ξεπηδούσε από τη συναίσθηση της ποιητικότητας του εαυτού τους. Χωρίς υπέρμετρες ενοχές και συμπλέγματα. Με αφετηρία μόνο την ενσυνείδητη κατανόηση της προσωπικής αστοχίας. Η αλήθεια του Χριστού δεν έχει να κάνει με μεγάλα υποκριτικά λόγια και μεγάλες θυσίες. Η δική του θυσία αρκεί. Μόνο λίγο «λαδάκι» από το περίσσευμα και την καλοσύνη της ψυχής μας ζητά η αλήθεια αυτή.
Πόση ομορφιά και καλλιτεχνία κρύβει αυτή η αλήθεια της «διπλής αγάπης», προς τις πνευματικές αξίες («Τρίτα Ύψη») και προς την υλικότητα του εαυτού μας και των συνανθρώπων μας. Μήπως η αλήθεια αυτή δεν είναι η βάση κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας;
Τι είναι, όμως, το έργο τέχνης και ποια η σχέση του με την αλήθεια; Από τους ποικίλους ορισμούς, για το «τί είναι ένα έργο τέχνης», ας χρησιμοποιήσουμε αυτούς που το ερμηνεύουν ως αποτέλεσμα μιας πρωταρχικής αιτίας, η οποία κινητοποιεί τον καλλιτέχνη να εκφραστεί δίνοντας σ΄ αυτήν την έκφραση κάποια μορφή. Όπως έλεγε και ο Αριστοτέλης, ένα χάλκινο άγαλμα του Πολυκλείτου είναι ένα έργο τέχνης, που έχει ως κινητήρια αιτία την ανάγκη του γλύπτη να εκφραστεί, ως υλικό τον χαλκό και ως τελική μορφή το ίδιο το άγαλμα. Με τον τρόπο αυτό ο καλλιτέχνης φέρνει το άγαλμα στη ζωή. Όχι, όμως, απλά στη συνήθη ζωή του, αλλά σε μια νέα ζωή, ίσως την πιο αληθινή του. Η απεικονιζόμενη μορφή στο άγαλμα μοιάζει με το πραγματικό του πρότυπο, αλλά τελικά είναι ένα εντελώς καινούργιο «αντικείμενο» που μας δημιουργεί μια βαθύτερη και ποιητικότερη αντίληψη για την αρχική μορφή που αναπαριστά.
Ας εξετάσουμε ένα παράδειγμα από την τέχνη του μοντερνισμού. Ο πίνακας του René Magritte (1898-1967), Le maître d’ ecole (1954-1955. Λάδι σε μουσαμά. 80,6 x 60,3 cm) αναπαριστά έναν άνθρωπο με καπέλο μέσα σε ένα μυστηριακό βραδινό τοπίο. Ο πίνακας μπορεί εξωτερικά να φαίνεται ως η απεικόνιση ενός συνηθισμένου άνδρα. Ωστόσο, ο τρόπος που αποδίδεται η μορφή του και η ένταξή της σ΄ ένα ιδιαίτερο και ανοίκειο τοπίο, εκφράζει μια νέα αλήθεια γι΄ αυτόν. Φέρνει στο φως τη βαθύτερη αλήθεια της ύπαρξής του.
Η σχέση του έργου τέχνης με τη βαθύτερη αλήθεια που θέλει να εκφράσει, ξεκινά από την αρχαία ελληνική σκέψη και φτάνει ως τους νεότερους φιλοσόφους. Ο Αριστοτέλης, με το παράδειγμα που προαναφέραμε, θεωρούσε τον καλλιτέχνη ως την κινητήρια δύναμη του έργου τέχνης, η οποία συνιστά τον «σκοπό», για τον οποίο ο καλλιτέχνης εργάζεται. Ο Πλάτων θεωρούσε ότι ποίηση είναι κάθε τι που έχει ως αιτία της να φέρει κάτι στη ζωή που πριν ήταν στην ανυπαρξία (από το μη ον στο ον). Ο Χάιντεγκερ στον 20ο αιώνα θεωρούσε ότι κάθε έργο τέχνης είναι κατ΄ ουσία ένα είδος ποίησης, μέσω της οποίας αποκαλύπτεται η αλήθεια του απεικονιζόμενου αντικειμένου. Μία αλήθεια, η οποία μπορεί να είναι όμορφη ή και άσχημη. Ο θεατής του έργου τέχνης, για να αντιληφθεί την αλήθεια του έργου τέχνης θα πρέπει να ξεπεράσει την επιφανειακή «ομορφιά», η οποία μπορεί να είναι τελείως υποκριτική, και να φτάσει στον πυρήνα της αλήθειας του, που είναι συγχρόνως άυλη αλλά και υλική.
Η αντίληψη του έργου τέχνης ως βαθιάς «αλήθειας», που αποκαλύπτει τα αντικείμενα στην υλική αλλά και πνευματική τους διάσταση, συνδέεται με το νόημα του Θείου Πάθους, ως υψηλής αλήθειας που σωματοποιείται στον εν σώματι θάνατο και Ανάσταση του Χριστού. Το Πάθος του Χριστού είναι μία ποιητική performance που επικυρώνει την αλήθεια της επίγειας ζωής του και ολοκληρώνει όλη την ποιητική, της διδασκαλίας και της ζωής του. Μόνο ομορφιά αναβλύζει απ΄ όλη αυτή τη διαδικασία. Υλική και συγχρόνως πνευματική ομορφιά. Είναι συγχρόνως και η προεικόνιση κάθε έργου τέχνης.
Ο καλλιτέχνης της video art Bill Viola (γεν. 1951) εμπνέεται από το έργο Pietà του αναγεννησιακού καλλιτέχνη Masolino da Panicale (1424. Αποτοιχισμένη τοιχογραφία. 280 x 118 εκ. Empoli, Museo della Collegiata di Sant’Andrea) και οργανώνει performance που βιντεοσκοπεί. Τα δύο έργα εκτέθηκαν μαζί, το ένα απέναντι το 2018, στο Palazzo Strozzi της Φλωρεντίας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

ΧΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΛΕΤΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΠΑΡΟΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΟΚΟΚΟ | COLOR PALLETES INSPIRED BY BAROQUE AND ROCOCO ART | ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ 4 \ DESIGN \ ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 37 | MULTIMODAL TEXTS 37