ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ «ΧΩΡΙΣ ΤΙΤΛΟ» ΤΟΥ Ν. ΧΟΥΛΙΑΡΑ | ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 48 | MULTIMODAL TEXTS 48

Νίκος Χουλιαράς. Χωρίς τίτλο. 1997. Χρωμοτυπία | αριθμημένη έκδοση των 25. 80 x 55 εκ. Αρχείο Νίκου Χουλιαρά – Συλλογή Σοφίας Χουλιαρά

Ο πίνακας του Νίκου Χουλιαρά «Χωρίς τίτλο» ήταν η αφορμή για να εμπνευστούμε μικρές ιστορίες μυστηρίου και εσωτερικής έκφρασης. Στο έργο υπάρχει η επιγραφή: Νύχτα Παρασκευής – Ν. Χουλιαράς, Ιανουάριος του 1997. 24.1.97. Η επιγραφή τοποθετεί το έργο σε συγκεκριμένο χρόνο, στοιχείο που το διασυνδέει με κάποια βιωματική κατάσταση, σκέψη ή όνειρο του καλλιτέχνη. Στο έργο αναγνωρίζουμε τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Χουλιαρά, όπως ο ιδιαίτερα δομημένος προσωπικός χώρος (δύο δρόμοι που φωτίζονται έντονα από το φεγγάρι και διασταυρώνονται σχηματίζοντας διαγώνιους άξονες, πλάγιος ορίζοντας, λιτότητα εικονιστικών στοιχείων, δομική λειτουργίας των σκιών) και τα ζωγραφικά στοιχεία (γρήγορες πινελιές, έντονες σκιές και χρωματικές αντιθέσεις, λιτά χρώματα). Στη συνέχεια προσπαθήσαμε να «βυθιστούμε» στον πίνακα (με κλειστά μάτια και βαθιά, διαφραγματική αναπνοή) και να νιώσουμε την ατμόσφαιρά του. Οι ιστορίες ή τα ποιητικά κείμενα που γράψαμε εκφράζουν προσωπικές, εσωτερικές καταστάσεις που έρχονται στην επιφάνεια με την τεχνική της αυτόματης γραφής.


Ευαγγελία Τσιμήτρη

Διασταύρωση διλημμάτων

Ήταν βράδυ Παρασκευής όταν συνέβη για πρώτη φορά. Από τότε τον βλέπω κάθε βράδυ στον ύπνο μου. Ο ίδιος εφιάλτης ξανά και ξανά. Είμαι μόνη σε ένα ξένο και πολύ ψυχρό δάσος. Όχι πολύ μεγάλο. Κάθομαι και απολαμβάνω τη ροή του ποταμού. Νιώθω τον ήλιο να ζεσταίνει το κορμί μου και τα πουλιά να κελαηδούν με το πιο μελωδικό τους τραγούδι. Όλα καλά μέχρι εκεί, όταν ξάφνου η μέρα γίνεται παγερή νύχτα και το κελάηδημα των πουλιών κραυγή ανθρώπινη που προμηνύει κάτι κακό. Νιώθω εγκλωβισμένη και μόνη. Φωνάζω για βοήθεια αλλά κανείς δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμα μου. Κάτι άγνωστο με πλησιάζει. Άγνωστο και τρομακτικό. Φαίνεται αναπόφευκτο. Αρχίζω να τρέχω, να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ, αλλά η άγνωστη απειλή πάντα βρίσκεται κοντά μου. Μέτα από λίγο, ως διά μαγείας, βρίσκομαι εξουθενωμένη μπροστά σε ένα περίεργο σκηνικό. Δύο φωτεινοί δρόμοι σχηματίζονται. Ο ένας οδηγεί σε ένα σπίτι κι ο άλλος στο σκοτεινό άγνωστο. Εγώ πάντα στο σημείο της διασταύρωσης να αναρωτιέμαι ποιο δρόμο να ακολουθήσω για να σωθώ. Εκεί πάντα ξυπνάω…


Πασχαλίνα Γιαννάκη

Αδιέξοδο ελευθερίας

Είχε αρχίσει να βρέχει. Το χώμα άρχισε να μυρίζει μόλις έπεσαν οι πρώτες σταγόνες. Το κορίτσι ξεκίνησε να τρέχει. Δεν ήξερε, όμως, εάν έτρεχε επειδή φοβόταν το βρόχινο νερό ή εάν προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτό που την πολιορκούσε. Δεν ήξερε αν η λύτρωση της βρισκόταν στη βροχή ή μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της. Παρέμεινε στο σταυροδρόμι για αρκετή ώρα. Ένιωθε το νερό που έπεφτε πάνω της να την κρατάει συντροφιά στην μοναχικότητά της. Μακριά από τη συνάφεια του κόσμου, από τα προβλήματα της κοινωνίας, από το χάος που επικρατούσε. Ήθελε να μείνει σε εκείνη τη στιγμή ξεχασμένη από τον κόσμο. Απλά να σκέφτεται, να ονειρεύεται, να ελπίζει. Δεν ήθελε τη συμπόνια. Μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνη της όσα την πολιορκούσαν, εκείνους τους ατελείωτους φόβους που την έκαναν αδύναμη. Μόνη στην μοναχικότητα της στιγμής, ακούγοντας τις σταγόνες να πέφτουν από τον ουρανό χαϊδεύοντας τη φύση γύρω. Τίποτα περισσότερο ένα κενό αδιέξοδο της στιγμής που της πρόσφερε ελευθερία.


ΣταυρίναΒάια

Δεν είναι πάντα καλό να ονειρεύεσαι

Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα. Το κορίτσι ξαφνικά αποφάσισε να πάει μια βόλτα στο δάσος κοντά στο σπίτι της. Είχε ήδη διαβάσει για το σχολείο και μόλις είχε τελειώσει το αγαπημένο της βιβλίο. Δεν είχε να κάνει κάτι. Έτσι, άδραξε την ευκαιρία για να εξερευνήσει το δάσος. Εκείνο για το οποίο από μικρή άκουγε τόσες απίθανες ιστορίες. Άλλες τρομακτικές που βαθιά μέσα της γνώριζε πως ήταν ψέματα και άλλες αληθινές. Με αληθινούς ανθρώπους. Αυτές ήλπιζε να βρει στο δάσος. Αυτές, όμως, ήταν και οι πιο τρομακτικές. Ιστορίες για ανθρώπους που χάθηκαν καθώς περπατούσαν σε εκείνο το δάσος, για άλλους που δολοφονήθηκαν και ποτέ δεν βρήκαν τον δράστη και για άλλους που με αυτά που είχαν δει κόντεψαν να τρελαθούν... Κάποιοι σε αυτό στάθηκαν άτυχοι. Πάντα της άρεσε το μυστήριο, οι περιπέτειες και τέτοιες ιστορίες. Έτσι βρήκε το θάρρος και την γενναιότητα και έφυγε με ένα φακό στο χέρι. Δεν είπε σε κανέναν που πήγαινε.
Καθώς περπατούσε άκουγε διάφορους ήχους, αλλιώτικους από αυτούς που συνήθιζε να ακούει κάθε βράδυ από το παράθυρο της. Μύριζε το χώμα, τη βροχή. Τα φύλλα των δέντρων σιγοτραγουδούσαν παρέα με το αεράκι, όμως η μελωδία τους ήταν ανατριχιαστική . Άρχισε να κρυώνει. Σιγά σιγά άρχισε να σκοτεινιάζει. Το φεγγάρι έγινε η συντροφιά της που την ακολουθούσε σε κάθε της βήμα. Σαν να την προστάτευε από κάτι ή κάποιον. Είχε συχνά το αίσθημα ότι κάποιος την ακολουθεί, αλλά όταν γυρνούσε να δει φυσικά και δεν ήταν κανείς εκεί. Εκτός από τον φακό κουβαλούσε μαζί της κι ένα μαχαίρι. Η αλήθεια είναι πως τα βιβλία και οι ταινίες την επηρέαζαν λιγάκι. Δεν είχε σκοπό να το χρησιμοποιήσει, αλλά πότε δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί. Ήθελε να προστατευτεί και θα έκανε τα πάντα. Γνώριζε ότι ήταν επικίνδυνα εκεί, αλλά δεν την ένοιαζε.
Όσο περπατούσε πήγαινε όλο και πιο βαθιά στο δάσος και τόσο περισσότερο απομακρυνόταν από το σπίτι της. Το κινητό της έκλεισε από μπαταρία. Ξέχασε να το φορτίσει. Κανείς, πια, δεν ήξερε που ήταν. Στο σπίτι δεν είπε τίποτε γιατί ήξερε ότι δεν θα της επέτρεπαν να πάει. Εκείνο το μέρος όμως την καλούσε. Δεν είχε και πολλούς φίλους να το πει. Ήξερε πως θα την θεωρούσαν τρελή. Δεν είχε όρεξη να την κρίνει κάνεις ήδη το έκαναν μόνο που την κοιτούσαν. Έλεγαν μυστικά ο ένας στο άλλον για εκείνη και την θεωρούσαν τόσο χαζή που δεν θα καταλάβαινε τι συμβαίνει. Όμως, ήταν πιο έξυπνη από όσο νόμιζαν απλώς τους αγνοούσε. Θα ήταν ακόμη περισσότερο αν έμενε στο σπίτι της αλλά ήταν ξεροκέφαλη. Θα πήγαινε ακόμη κι αν ήξερε πως δεν πρόκειται να γυρίσει πίσω...
Περπατούσε, περπατούσε και τίποτα δεν έβρισκε. Έψαχνε στοιχεία, οτιδήποτε θα αποδείκνυε ότι κάποιες ιστορίες ήταν αληθινές. Δεν τις πίστευαν όλοι. Ούτε κι σε αυτές. Τα δέντρα έκαναν σκιές, περίεργες ,τρομακτικές. Όμως οι εικόνες της φαντασίας της ήταν ακόμη πιο τρομακτικές…
Κάποια στιγμή σταμάτησε. Κάτι άκουσε. Δεν ήταν κάποια αλεπού ούτε κάποια κουκουβάγια. Ήταν ένας άνθρωπος. Βήματα ανθρώπου. Προσπάθησε να κάνει όσο περισσότερη ησυχία μπορούσε για να μην την ακούσει. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Και τότε την είδε. Ήταν μια γυναίκα, μεγάλης ηλικίας που έβγαινε από ένα σπίτι ξύλινο. Φορούσε κουρέλια, ρούχα που —ξέρω ακούγεται περίεργο αλλά ήταν ρούχα που— έμοιαζαν αυτά που φορούν οι μάγισσες σε ταινίες και βιβλία. Φορούσε ένα ασημένιο μενταγιόν και πάνω είχε χαραγμένο έναν λύκο. Είχε γκρίζα μαλλιά. Είδε την σκιά της. Τρόμαξε. Έμοιαζε με λύκου. «Ίσως για αυτό και το μενταγιόν», σκέφτηκε. Φαινόταν επικίνδυνη, αλλά ένιωθε πως δεν θα της έκανε κακό. Φανερώθηκε και της μίλησε. Στην αρχή η γυναίκα έμοιαζε σαν να μην την άκουγε, όμως έκανε λάθος. Την κοίταξε στα μάτια. Τα μάτια της έμοιαζαν χρυσά κάτω από το φως του φεγγαριού και που και που γίνονταν κόκκινα. Σαν αίμα. Ζήτησε από το κορίτσι να περάσει μέσα. Στην αρχή δίστασε, όμως ήξερε πως δεν θα της έκανε κακό. Ένιωθε πως κάτι την καλούσε κοντά της.
Όταν μπήκε στο σπίτι μια μυρωδιά αίματος σε συνδυασμό με αυτή σκύλου ήρθε στο μυαλό της. Ήταν άσχημη αλλά δεν το σχολίασε. Κοιτούσε την κάθε λεπτομέρεια. Στους τοίχους, στο τραπέζι, στις καρέκλες τα πάντα. Φαίνονταν σαν να αφηγούνταν μια ιστορία. Στο τραπέζι υπήρχε ένα ανοικτό σημειωματάριο όπου διάβασε: «Εκεί που όλα άρχισαν...» και δίπλα είχε σχέδια με ανθρώπους, αρχαίους θεούς, λυκανθρώπους, μάγισσες και άλλα σύμβολα. Πίστεψε ότι η γυναίκα ήταν τρελή, ώσπου δεν άντεξε κι τη ρώτησε τι σημαίνουν όλα αυτά. Αυτή γύρισε, την κοίταξε στα μάτια και της είπε: «Αυτή είναι η ιστορία μας, οι πρόγονοί μας». Έπεσε η γη κάτω από τα πόδια της. Ξαφνικά ένιωσε μια ζάλη. Η μόνη της σκέψη ήταν να το βάλει στα πόδια. Να αρχίσει να τρέχει χωρίς σταματημό. Και αυτό έκανε. Άφησε κάτω το τσάι που της είχε προσφέρει κι άρχισε να τρέχει. Κατάλαβε ότι την ακολουθεί. Έτρεχε με όλη της τη δύναμη, ώσπου απομακρύνθηκε αρκετά. Την έχασε και στάθηκε σε ένα δέντρο να ηρεμήσει. Άρχισε να σκέφτεται. Να σκέφτεται τι της είπε η μεγάλη γυναίκα, τις ιστορίες για τους λυκανθρώπους που διάβαζε στα βιβλία κι έβλεπε στις ταινίες, τη μυθολογία. Πάντα θυμόταν τον εαυτό της να έχει μια έλξη με αυτές τις ιστορίες. Θυμάται πόσο θυμωμένη ήταν σε κάθε πανσέληνο. Όμως δεν το πίστευε. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Την θεωρούσε τρελή. Συνέχισε να τρέχει προς το σπίτι, για να σταματήσει να κάνει τέτοιες σκέψεις. Ένιωθε το κεφάλι της σαν να ήθελε να εκραγεί. Δεν άντεχε άλλο.
Όταν έφτασε είδε την αστυνομία έξω από το σπίτι της. Τους γονείς της και τους φίλους της να κλαίνε και να ανησυχούν. Τους φώναξε από μακριά κι έτρεξαν προς το μέρος της. Την αγκάλιασαν και τη ρώτησαν που ήταν. «Αυτό είναι το μυστικό μου» τους είπε και εκείνοι παραξενεύτηκαν, όμως δεν ήθελαν να την αναστατώσουν περισσότερο. Ήξεραν πως θα το συζητούσε κάποια στιγμή. Ωστόσο, η συζήτηση δεν έγινε ποτέ. Τους έβαλε να υποσχεθούν να μην αναφερθούν ποτέ ξανά σε αυτό το συμβάν και να προσπαθήσουν να το βγάλουν από το μυαλό τους.
Μετά από αρκετή ώρα της έκαναν τη χάρη. Την εμπιστεύτηκαν και στην πραγματικότητα καλύτερα γι΄ αυτούς. Έτσι, επιτέλους το κορίτσι κοιμήθηκε. Όμως, γρήγορα ξύπνησε και συνειδητοποίησε ότι όλο αυτό ήταν ένας πολύ κακός εφιάλτης. «Τι παιχνίδια παίζει το ανθρώπινο μυαλό!» σκέφτηκε. «Μάλλον θα επηρεάστηκα από το βιβλίο που διάβαζα» είπε, αλλά τότε κατάλαβε. Το μέρος στο οποίο είχε ξυπνήσει δεν ήταν το δωμάτιο της…

Οι σκιές της ψυχής της

Ήταν πρώτες μέρες του φθινοπώρου. Πήγε μια τελευταία βόλτα στο δάσος απέναντι από το σπίτι της. Το συνήθιζε. Ήταν γαλήνια εκεί, αλλά και γεμάτο μυστήριο. Της άρεσε αυτό. Έβρισκε τον εαυτό της. Είχε βρει ένα ξεχωριστό σημείο για να κάθεται σε μια ξύλινη σκάλα. Ήταν μόνη κι απομονωμένη από όλους κι όλα. Πήγαινε εκεί όταν ήθελε να σκεφτεί. Μερικές φορές ένιωθε την ανάγκη να τρέξει μακριά κι ας ήταν ελεύθερη. Τουλάχιστον για λίγο. Ίσα ίσα για να ξεσπάσει και να βγάλει ό,τι κρατούσε μέσα της. Θυμό, φόβο, πόνο, απογοήτευση... τα πάντα. Πράγματα που δεν μπορούσε να πει σε κάποιον. Είχε να αντιμετωπίσει κάποιους δαίμονες στο μυαλό της. Της έλεγαν κάθε τόσο: «Δεν είσαι αρκετά καλή. Προσπάθησε περισσότερο. Δεν θα τα καταφέρεις και θα τα καταστρέψεις όλα…». Κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα. Σταματημό δεν είχαν. Έδιωχνε αυτούς κι εμφανίζονταν καινούργιοι. Ποτέ δεν τους νίκησε πραγματικά. Ξεγελούσε, απλώς, τον εαυτό της. Στην αρχή τους αντιμετώπιζε και μετά έτρεχε μακριά τους. Πάλευε, όμως, μαζί τους και ποτέ δεν τα παράτησε. Δεν τα παράτησε ποτέ και σώθηκε. Είχε πια αποδεχτεί ότι ο παλιός της εαυτός χάθηκε και πρέπει να τα συμφιλιωθεί με τον καινούργιο. Έτσι, αποφάσισε να αφήσει αυτή την ζωή πίσω της και να τρέξει μακριά από τους δαίμονες και τις σκέψεις που θολώνουν το μυαλό της. Έτρεξε, έτρεξε, έτρεξε πίσω στο σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ένιωσε ζωντανή. Και στον δρόμο νίκησε τις σκιές και το σκοτάδι που ήθελαν να την καταβροχθίσουν. Έγινε το φως που τελικά κατέκαψε το σκοτάδι. Όμως, δίπλα στο φως υπάρχει πάντα και το σκοτάδι που δημιουργεί τις σκιές. Οι σκιές αυτές πάντα θα είναι μέρος της ψυχής της. Ωστόσο, από εκείνη εξαρτάται εάν θα νικήσουν αυτές ή το φως.


Αγγελική Καρατζόγλου

Ίσως να ήμουν εκεί πριν

Ήταν 8 Νοεμβρίου 22:45. Δεν θυμάμαι τη μέρα. Ίσως να ήταν Τρίτη ή Πέμπτη.
Μάλλον ήταν Πέμπτη, όπως το θυμάμαι μοιάζει πιο πολύ με Πέμπτη.
Στα αυτιά μου ακουγόταν ο «Νυχτερινός Περίπατος» του Χατζιδάκη.
Είχε βγάλει κρύο έπρεπε να είχα πάρει ζακέτα. Θα μπορούσα να λύσω και την κοτσίδα μου, αλλά τα χέρια μου μάλλον θα παρέλυαν στην διαδρομή.
Πέρασε άλλο ένα τέταρτο. Τελικά όντως περνάει γρήγορα ο χρόνος. Είχε δίκιο η γιαγιά…
Ωστόσο, η φρεσκάδα των δέντρων που μου προκαλεί αλλεργία είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητική. Τόσο ενοχλητική που θα ήθελα να μην υπάρχει το δέρμα μου.
Το τραγούδι τελείωσε. Ο περίπατος μου; Μήπως χάθηκα; Πες μου ότι δεν χάνομαι πάλι…
Α όχι! Ευτυχώς ο αγαπημένος μου βράχος είναι στην θέση του. Πάντα σε αυτή τη θέση την πιο σωστή ώρα.
Πρέπει να τον ζωγραφίσω κάποια στιγμή, όμως δεν έχω χρώματα που να του ταιριάζουν…
Μα πώς γίνεται να αλλάζουν τόσο γρήγορα οι σκέψεις μου; Σαν καρέ από ταινία.
Τι ταινία όμως; Νομίζω θα διαλέξω μία από τις παλιές.
Αυτές όπου ο ρομαντισμός ανάπνεε ακόμα!
Κλείνω τα βλέφαρα μου για λίγο.
Ξέρεις ότι κανονικά τέτοια ώρα κοιμάμαι, εκτός και αν είναι Πέμπτη.
Όταν τα άνοιξα ξανά δεν ήταν Πέμπτη μα ούτε και βράδυ.
Ίσως να μην ήταν ποτέ Πέμπτη και ίσως κοιμόμουν…


Έλενα Κορινιώτη

Το παιχνίδι των σκιών

Ήταν χαράματα Σαββάτου γύρω στις 3:00. Έκλεισα τα μάτια μου για λίγο και βυθίστηκα στο μαύρο… Ξαφνικά βρέθηκα ολομόναχη σε ένα ψυχρό τοπίο και προχώρησα με διστακτικά βήματα προς το άγνωστο για να βρω διέξοδο. Απελπισμένη είδα στο βάθος ένα φως. Πλησιάζοντας ένιωσα μια ταραχή να με διαπερνά και κραυγές ανθρώπων να με περικυκλώνουν. Φτάνοντας αντίκρισα δύο φωτεινούς διαδρόμους οι οποίοι διασταυρώνονταν. Ο ένας οδηγούσε σε ένα σπίτι κι ο άλλος κατέληγε μπροστά μου. Στάθηκα σε μια γωνία και είδα ένα τρομοκρατημένο κοριτσάκι πάνω στους λευκούς από το φως δρόμους να προσπαθεί να ξεφύγει από ένα «τέρας». Τρόμαξα κι άρχισα να τρέχω, να τρέχω χωρίς προορισμό. Μα ήταν μόνο μια προσπάθεια διαφυγής χωρίς νόημα. Γι΄ αυτό πλησίασα και πάλι. Κοιτώντας καλύτερα κατάλαβα πως όλο αυτό ήταν ένα παιχνίδι των σκιών. Κάπου εκεί ξύπνησα. Ήταν ήδη πρωί…


Αναστασία Παπαναστασίου

Εχθρός στην πόλη μου

Σαν έτρεχα να γλιτώσω
απ΄ τα θηρία
συνάντησα μπροστά μου
μια κυρία.
Μια όμορφη φυσιογνωμία.
Ήμουν άσχημος και κοντός
μάλλον γι΄ αυτό με έδιωξαν από την πόλη.
Σαν εχθρό.


Ευαγγελία Παπαναστασίου

Χωρίς τίτλο

Φόβος, λαχτάρα, αγωνία. Αυτά ήταν τα συναισθήματα που ένιωσα εκείνη την ημέρα καθώς γυρνούσα στο σπίτι μου. Φόβο, λαχτάρα, αγωνία. Περπατούσα στο δρόμο μόνη μου δεν υπήρχε κανένας εκεί γύρω ώστε να με προστατέψει από οτιδήποτε κακό. Σταμάτησα, χαμήλωσα το βλέμμα μου και με σκυφτό κεφάλι αφουγκραζόμουν ακίνητη. Είχε τόση ησυχία που μπορούσα να ακούσω και τον χτύπο της καρδιάς μου. Κοίταξα τον ουρανό, ήταν καθαρός χωρίς σύννεφα, αλλά το περίεργο ήταν ότι δεν υπήρχαν καθόλου αστέρια. Το μόνο που έβλεπες ήταν το κιτρινωπό μισοφέγγαρο. Το πιο περίεργο, όμως, απ’ όλα ήταν η μυρωδιά της βροχής. Ένιωθα ότι πλησίαζε η βροχή, χωρίς όμως να υπήρχε καμία ένδειξη για κάτι τέτοιο. Ήταν φθινόπωρο, κρύωνα. Τότε ένιωσα σαν κάποιος να μου έδινε δύναμη και κοιτάζοντας τον ουρανό πήρα μία ανάσα και συνέχισα τον δρόμο για την επιστροφή. Στον δρόμο είδα ανάμεσα σε κάτι δέντρα μια σκιά και άκουσα έναν περίεργο ήχο, σαν κάποιος να με φωνάζει. Δεν έδωσα σημασία, συνέχισα να περπατάω. Καθώς περπατούσα κάποιος φώναξε το όνομά μου. Γύρισα να δω, αλλά δεν υπήρχε κανένας μόνο αυτή η σκιά. Δεν ήταν άνθρωπος περισσότερο για κάποιο περίεργο ζώο μου έμοιαζε παρά για άνθρωπο. Άρχισα να περπατάω πιο γρήγορα και επιτέλους έφτασα σπίτι μου. Μετά από αυτό μου έμεινε η απορία τι πραγματικά ήταν αυτό. Μάλλον δεν θα μάθω ποτέ.


Κατερίνα Παπαναστασίου

Κυνηγώντας την ευτυχία

Έτρεχα και απελπισμένα φώναζα για βοήθεια. Ήμουν μόνη μου, σε ένα σκοτεινό δάσος. Ξαφνικά ένιωσα να με απειλεί κάτι ακαθόριστο. Με κυνηγούσε, προσπαθούσα να ξεφύγω όμως ήταν πίσω μου. Ό,τι κι αν έκανα, όποιο εμπόδιο κι αν περνούσα ήταν πίσω μου. Δεν μπορούσα να το δω, ήταν πολύ σκοτεινό και δεν έμοιαζε να έχει χαρακτηριστικά. Όσο έτρεχα προσπαθούσα να βρω ένα μέρος για να του ξεφύγω. Κάποια στιγμή διέκρινα στο βάθος ένα μικρό φως. Κατάλαβα ότι το φως προερχόταν από ένα σπίτι. Φτάνοντας στο κατώφλι του σπιτιού το άγνωστο πλάσμα διπλασιάστηκε και όσο πλησίαζα αυτό τετραπλασιαζόταν. Άκουγα φωνές. Κάποιες μου φαινόταν γνωστές από το παρελθόν. Προσπαθούσαν να μου πουν κάτι, όμως εγώ δεν το καταλάβαινα. Το σπίτι φαινόταν ερειπωμένο. Μπήκα μέσα προσεκτικά. Άναψα ένα κερί που ήταν τοποθετημένο στο κέντρο του πατώματος και τότε εμφανίστηκαν τα πρόσωπα απ΄ όπου προέρχονταν οι φωνές. Ήταν άνθρωποι από το παρελθόν μου. Ξαφνικά τα πλάσματα που με ακολουθούσαν δεν υπήρχαν, ούτε οι φωνές ακούγονταν. Ήμουν τρομαγμένη και προσπάθησα να πλησιάσω ήρεμη τους ανθρώπους. Όσο πλησίαζα τόσο αυτοί απομακρύνονταν. Προσπαθούσαν να με προειδοποιήσουν για κάτι, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ακριβώς. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και ξαφνικά έξω φωτίστηκαν δυο δρόμοι. Κατάλαβα ότι θα έπρεπε να επιλέξω έναν από τους δυο δρόμους, όμως δεν γνώριζα ούτε το προορισμό ούτε τι θα αντιμετωπίσω στη διαδρομή. Οι άνθρωποι εξαφανίστηκαν, όμως τα λόγια τους όχι. Τα είχα συνεχώς μέσα στο μυαλό μου. Όσο πλησίαζα στους δρόμους άκουγα τις φωνές να ξεκαθαρίζουν και να καταλαβαίνω αυτά που προσπαθούσαν να μου πουν. Αυτά που μου έλεγαν ήταν: «Όποιον δρόμο και αν πάρεις θα σε οδηγήσει σε αυτό που επιθυμείς πιο πολύ. Θα σου δώσουν απαντήσεις σε όσα σε βασανίζουν. Όμως δεν είναι ίδιοι οι δρόμοι, αλλά η κατάληξή τους είναι ίδια». Έτσι θα έπρεπε να αποφασίσω ποιον δρόμο θα πάρω. Δεν θα τον αποκαλύψω. Είχα φτάσει στο τέλος και είχα τις απαντήσεις μου.


Πάμελα Πετάλλι

Δροσιά του φθινοπώρου

Βγαίνω έξω.
Ένα ρίγος δροσιάς με διαπερνά θυμίζοντάς μου την υφή του φθινόπωρου.
Σε συνδυασμό με το γκρι φως του φεγγαριού, μπορώ να πω, πως αισθάνομαι ένα μυστήριο.
Ένα ενδιαφέρον για τις σκιές της νύχτας, για τα ξερά φύλλα, για τον άνεμο.
Ο ήχος της φύσης σπάει όσο τρέχω.
Αναμένει κάτι να πω.
Κάτι για τα δέντρα της ή το χώμα που πατάω
κάτι για το μυστήριο ή τον κίνδυνο της.
«Μα γιατί δε φοβάσαι»; Ρωτά.
«Μεγάλωσες πολύ; Δε σου προκαλώ αναστάτωση πλέον; Το σκοτάδι μου δεν σε αγγίζει;»
«Μεγάλωσα;
Όχι. Δεν φοβάμαι.
Όχι εσένα. Όχι το μυστήριο σου.
Την απώλεια σου, την απώλεια της ομορφιάς σου, του φθινοπώρου και της δροσιάς σου.
Αυτό φοβάμαι».


Νάνσυ Τζιόλη

Η εκδίκηση του παρελθόντος

Συνεχίζω να τρέχω. Δεν έχω χρόνο να κοιτάξω πίσω μου. Ακούω τα βαριά βήματά του και καταλαβαίνω ότι πλησιάζει όλο και περισσότερο. Απόψε θα πεθάνω. Το παρελθόν μου με κυνηγά για να με αποτελειώσει, να αφανίσει ό, τι τέλος πάντως έχει απομείνει από εμένα. Τα τελευταία τρία χρόνια συνεχίζει ανελέητα χωρίς σταματημό. Έρχεται κάθε βράδυ και με αφήνει για ώρες ξάγρυπνη. Μα και όταν, επιτέλους, κλείσω για λίγο τα μάτια αυτό έρχεται στον ύπνο μου και με στοιχειώνει. Δάκρυα τρέχουν σαν ποτάμι από τα μάτια μου, δίχως να ξέρω τον λόγο. Μου βάζει άρρωστες σκέψεις στο νου. Ακούω τη φωνή του συνέχεια να μου λέει πως δεν είμαι αρκετά καλή, πως δεν αξίζω, πως ποτέ δεν θα αγαπηθώ όπως αρμόζει σε έναν άνθρωπο. Νιώθω κάθε μέρα την καρδιά μου να ματώνει. Αργός, βασανιστικός πόνος. Μια μέρα που στεκόμουν στο μπαλκόνι, μου είπε να κοιτάξω κάτω, κι ύστερα να… ΜΠΑΜ! Σκοντάφτω, και το κορμί μου σωριάζεται στο υγρό, λασπωμένο έδαφος. Είναι παντού σκοτάδι και το μόνο φως που βλέπω μπροστά μου είναι τα φώτα από το μικρό ξέφωτο λίγα μέτρα μπροστά. Μπορώ να το κάνω, πρέπει να σηκωθώ τώρα και να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορώ για να κρυφτώ εκεί ή να ζητήσω βοήθεια ή και τα δύο. Αλλά τότε είναι που νιώθω κάτι κρύο να τραβάει το πόδι μου. Όσο και να παλέψω πλέον, ξέρω πως το παιχνίδι έχει τελειώσει. Θέλω να ουρλιάξω, αλλά νιώθω το στόμα μου να είναι σφραγισμένο. Με γυρίζει με μια απότομη κίνηση και το κόκκινο φεγγάρι κάνει τα μάτια του να αστράφτουν. Και τότε είναι που βλέπω τον διάβολο μέσα τους. Απόψε θα πεθάνω. Ή και όχι. Κανείς δεν ξέρει…


Μαρία Τσιανάκα

Το βράδυ με την πανσέληνο

Ένα βράδυ με πανσέληνο δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Πήγα προς το παράθυρο και το άνοιξα εισπνέοντας το δροσερό αεράκι. Μετά από λίγα λεπτά πήγα στο κρεβάτι μου και έκλεισα τα μάτια μου. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Είδα ένα όνειρο, ευχάριστο και δυσάρεστο συγχρόνως. Περπατώντας στο δάσος ξαφνικά αισθάνθηκα ότι κάτι με ακολουθεί χωρίς να μπορώ να εξακριβώσω τι ακριβώς. Απροστάτευτη αρχίζω να τρέχω δίχως να κοιτάω πίσω. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη, αλλά δυστυχώς κάποια στιγμή ένιωσα ότι θα λιποθυμήσω. Τα πόδια μου μούδιασαν, το σώμα μου κουρασμένο ήθελε να πέσει κάτω κι εγώ απελπισμένη. Στο βάθος του δρόμου είδα ένα σπίτι και με όση δύναμη μου είχε απομείνει έτρεξα να μπω μέσα. Δίχως δεύτερη σκέψη άνοιξα την πόρτα την έκλεισα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. Φώναξα εάν είναι κανείς εκεί, αλλά κανείς δεν απάντησε. Πλησίασα σε όλα τα δωμάτια και όταν βρήκα την κουζίνα ήπια λίγο νερό για να συνέλθω. Έπρεπε να γυρίσω σπίτι. Καθώς άνοιξα την πόρτα είδα ότι όλα ήταν κατάλευκα. Έκπληκτη και χωρίς δεύτερη σκέψη βγήκα από το σπίτι κι άρχισα να τρέχω στο κατάλευκο τοπίο. Ήμουν ευτυχισμένη, το ένιωθα, τα πάντα ήταν τόσο όμορφα. Η απόλυτη ομορφιά. Ξύπνησα από το όνειρο που ήταν εφιάλτης και ευχάριστο συγχρόνως γνωρίζοντας ότι θα ξεκινούσε μια όμορφη ημέρα.


Καλλιόπη Τσιανάκα

Ένα κοριτσάκι μέσα στο άγριο σκοτάδι

Εκεί που το μικρό κοριτσάκι πήγαινε μια βόλτα κοντά στο σπίτι της άκουσε ένα περίεργο ήχο. Κοίταξε ολόγυρα αλλά δεν είδε τίποτα. Ο ήχος ξαφνικά σταμάτησε. Μετά από λίγο άρχισε και πάλι. Γύρισε το κεφάλι της και είδε μια σκιά. Το μικρό κορίτσι πανικοβλήθηκε. Άρχισε να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, καθώς όμως περπατούσε μέσα στη νύχτα πανικοβαλλόταν όλο και περισσότερο. Γύρισε αργά το κεφάλι της και είδε ένα μεγάλο ζώο να την κοιτάζει με τα μεγάλα του μάτια. Το κοριτσάκι άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να σωθεί. Το σπίτι της ήταν κοντά και έτσι έφτασε γρήγορα εκεί και γλύτωσε από το μεγάλο και ασυνήθιστο ζώο.


Θεοδώρα Λαζάρου

Συνομιλώντας με τον Φόβο

Ήρθες πάλι; Ξέρεις σε περίμενα... Ήξερα πως θα έρθεις. Δύο ολόκληρες νύχτες χωρίς φεγγάρι σε περιμένω εδώ. Στο ίδιο σταυροδρόμι με τότε. Και όλα αυτά για να αποδείξω στην ανόητη φωνή μέσα μου, πως δεν σε φοβάμαι. Ναι καλά άκουσες ! Δεν σε φοβάμαι πια. Το αίμα μου δεν κόβεται σαν σε κοιτάω. Μην κοιτάς τα δακρυσμένα μάτια μου. Κοίτα την ψυχή μου που ουρλιάζει από θυμό. Τον θυμό που η φρικιαστική παρουσία σου δημιούργησε. Δεν σε φοβάμαι σου φωνάζω. Με ακούς ; Όχι μην με πλησιάζεις. Το χάος μέσα σου διαλύει την ψυχή μου. Και για αυτό θα τρέξω μακριά σου. Η ψυχή μου είναι τόσο ανθισμένη για τα μίζερα μάτια σου. Τρέχω, ναι στα αλήθεια τρέχω μακριά σου. Ποιος να το περίμενε αυτό από εμένα; Στα μέρη μου οι άνθρωποι είναι όλοι φωτεινοί. Τρέχω πιο γρήγορα πια και η ανάσα μου σχεδόν κόβεται. Αλλά όχι από φόβο. Δεν τρέχω γιατί φοβάμαι τη σκοτεινή σου σάρκα, αλλά επειδή τρέμω τη μαυρισμένη σου ψυχή. Στα μέρη μου οι άνθρωποι με εκτιμάνε, με αγαπάνε και μου το δείχνουν καθημερινά. Και σε αυτούς θα πάω. Γιατί, εσύ κάποτε μου έλεγες να τρέχω μακριά από ανθρώπους που δεν με εκτιμάνε. Δες με τα κατάφερα! Κι εσύ αντί να είσαι περήφανος, επιθυμείς να με τυλίξεις στη μαύρη μοναξιά σου. Μα, δεν είμαι έτσι εγώ. Είμαι πλασμένη από αγάπη και έτσι θα παραμείνω. Φύγε από εδώ. Αυτός ο δρόμος σου ανήκει. Στο σκοτάδι γεννήθηκες και εκεί είναι γραφτό να παραμείνεις. Κι εγώ η ανόητη, νόμισα έστω και για μια στιγμή πως θα σε άλλαζα. Φύγε λοιπόν! Άσε με εμένα. Εγώ θα πάω προς το φως. Εκεί ανήκω και το ξέρεις. Το φως με καλεί κοντά του. Φύγε αλλά να προσέχεις. Δεν σε διώχνω επειδή σε φοβάμαι. Αλλά επειδή σε αγαπάω. Εσένα που μου έχεις κάνει τόσο κακό! Μα, πιο πολύ αγαπάω εμένα, γι΄ αυτό θα τρέξω προς το φως. Αντίο! Και αν ποτέ λησμονήσεις τη ψυχή μου να μην γυρίσεις ποτέ πίσω. Γιατί ούτε τότε θα σε φοβηθώ. Ποτέ πια! Και να θυμάσαι πως ένα κορίτσι σαν εμένα σήμερα νίκησε τον μεγαλύτερο εφιάλτη της. Αντίο…

Διονυσία Φωτιάδου

Χωρίς τίτλο

Μόλις γύρισα σπίτι τρέχοντας από τον φόβο μου. Ένα περίεργος άνεμος είχε αρχίσει να φυσά λίγο πριν νυχτώσει. Παίζαμε με τους φίλους μου κουτσό. Ξαφνικά καταλάβαμε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε. Τρέξαμε όλοι στις μαμάδες μας επειδή ‘’κατουρηθήκαμε’’ από τον φόβο μας. Εγώ δυστυχώς έμενα πιο μακριά από τα άλλα παιδιά και χρειάστηκε να τρέξω για να φτάσω γρήγορα στο σπίτι. Καθώς έτρεχα ένιωσα ένα μαύρο σύννεφο από πάνω μου να με ακολουθεί σε όλη την διαδρομή. Για να μην φοβηθώ περισσότερο τραγουδούσα από μέσα μου το αγαπημένο μου τραγούδι. Ευτυχώς έφτασα έγκαιρα στο σπίτι και ηρέμησα.


Δήμητρα Γιάντσιου

Νύχτα γεμάτη μαγεία

Βράδυ Σαββάτου. Δεν θυμάμαι αν ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Θυμάμαι ότι πνιγόμουν, αλλά δεν ένιωθα τον πόνο. Μια βαθιά ανάσα από τον έξω κόσμο θα με έσωζε ήμουν σίγουρη γι' αυτό. Το είχα ξανανιώσει, χάνεις τον κόσμο, όλα γύρω σου θολά, όλα γύρω σου ένα απόλυτο κενό. Από το παράθυρο κοιτούσα τα αστέρια να λάμπουν στο υπερπέραν και τα χάζευα. Δεν κάθισα να το πολυσκεφτώ και αμέσως ετοιμάστηκα να βγω έξω. Φόρεσα τα ακουστικά μου ακούγοντας την αγαπημένη μου μουσική που με συντρόφευε και με καθοδηγούσε. Βήματα και άλλα βήματα όπου τα ταίριαζα με τον ρυθμό της μουσικής. Παραδίπλα ένα παγκάκι, γύρω από αυτό κανένας οπότε ήξερα ήδη ότι θα καθόμουν εκεί. Σε όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν και ξανά σκεφτόμουν προσπαθούσα να καταλάβω τι με απασχολούσε σε σημείο να πνίγομαι. Ήδη αφού βγήκα ένιωθα καλύτερα, αλλά ακόμα ένας κόμπος στον λαιμό μου που ενώ προσπαθούσα να τον ξεμπλέξω παράλληλα είχα και την απορία. Έκατσα σίγουρα κανένα τέταρτο μπορεί και παραπάνω αν και νόμιζα ότι μονάχα κάποια δευτερόλεπτα είχαν περάσει. Ξαφνικά το πιο λαμπερό αστέρι το είδα να πέφτει προς τη γη. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο κάτι τόσο όμορφο και απίθανο... Κάποτε βέβαια μου είχε πει η γιαγιά μου πως όταν βλέπω να πέφτει ένα αστέρι πρέπει να κάνω μια ευχή που ποθούσα πολύ και θα ήθελα να πραγματοποιηθεί. Εγώ φυσικά εκείνη τη στιγμή τα έχασα ίσα που πρόλαβα να κάνω την ευχή. Αμέσως έτρεξα σπίτι, τα είχα ξεχάσει όλα αυτά που με προβλημάτισαν είχαν γίνει παρελθόν πλέον. Την επόμενη μέρα αφού ξύπνησα κατάλαβα πως η ευτυχία κρυβόταν στα απλά...



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

ΧΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΛΕΤΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΠΑΡΟΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΟΚΟΚΟ | COLOR PALLETES INSPIRED BY BAROQUE AND ROCOCO ART | ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ 4 \ DESIGN \ ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 37 | MULTIMODAL TEXTS 37