ΘΕΑΤΡΟ, ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΜΠΕΡΝΑΝΤΑ ΑΛΜΠΑ» ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ, ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΣΚΗΝΟ-ΘΕΣΙΑ ΝΙΚΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ

 


του Αντώνη Κάλφα

Εφημερίδα Ολύμπιο Βήμα web edition.

Ο Λόρκα το 1936 ολοκλήρωσε τη συγγραφή του έργου, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1945 στο Μπουένος Άιρες μετά την δολοφονία του συγγραφέα. Πρόκειται για το τελευταίο έργο μιας δραματικής τριλογίας, που μαζί με τη «Γέρμα» (Yerma) και το «Ματωμένο Γάμο» (Bodas de sangre) αποτελούν την τριλογία της «ισπανικής υπαίθρου» του συγγραφέα. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στις 18 Νοεμβρίου 1954 στο θέατρο «Κοτοπούλη» σε μετάφραση Νίκου Γκάτσου, σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη.
«Η Μπερνάρντα Άλμπα, πενθώντας τον πρόσφατο θάνατο του άντρα της, μετά τους θρήνους κλείνει με σχεδόν θρησκοληπτική αυστηρότητα το σπίτι της στη ζωή. Οι πέντε κόρες της κάτω απ’ αυτό τον πιεστικό κλοιό – που πρώτη δέχεται η Μπερνάρντα από την εξωτερική πραγματικότητα του τόπου και την επιβάλλει με υποκειμενικά χαρακτηριστικά και στις κόρες της – ανοίγουν έναν αδυσώπητο πόλεμο μεταξύ τους για τον έρωτά τους με τον Πέπε Ρομάνο, σε μια καταθλιπτική ατμόσφαιρα εγκλεισμού από τον ανικανοποίητο αισθησιασμό τους. H ανακάλυψη της φωτογραφίας του Πέπε στα χέρια μιας μικρότερης κόρης, που θεωρείται μνηστήρας της μεγαλύτερης κόρης, συνταράζει το καθεστώς και η έκρηξη δεν αργεί. Η Μπερνάρντα, θέλοντας να επιβάλλει την τάξη, παραμονεύει και πυροβολεί τον άνδρα-πειρασμό με το άλογό του. Η μικρή κόρη, θεωρώντας ότι έχει σκοτωθεί, οδηγείται στην αυτοκτονία. Η μάνα ωστόσο, παραμένοντας πιστή στο αδυσώπητο χρέος, δίνει την ασκητική εντολή να μη μαθευτεί τίποτα από κανέναν, κλείνοντας με τη φράση: «η μικρή κόρη της Μπερνάρντα Άλμπα πέθανε παρθένα. […] Σιωπή!» Δήλωση που αποτυπώνει τους όρους αποδοχής της γυναικείας σεξουαλικότητας, από την εκεί αλλά και από τις περισσότερες τότε κοινωνίες, αποτελεί ίσως τον πυρήνα γραφής του έργου του. Λίγο πολύ η Μπερνάρντα, σύμβολο της μητριαρχίας, ορίζει την τάξη των πραγμάτων με τους απαρασάλευτους κανόνες αιώνων, καθιστώντας το σπίτι της τάφο των ζωντανών.» (Περιγραφή της υπόθεσης του έργου στο βιβλίο Φ. Γκ. Λόρκα: «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», σε μετάφραση Πάνου Κυπαρίσση, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Πολλοί υποστηρίζουν την αλληγορική ερμηνεία του τελευταίου έργου που έγραψε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, δύο μήνες προτού δολοφονηθεί από τους στρατιώτες του Φράνκο, το καλοκαίρι του 1936. Η τυραννική συμπεριφορά της Μπερνάρντα προοικονομεί το επερχόμενο φασιστικό καθεστώς του Φράνκο, που, ως γνωστόν, βασίστηκε στην υπoστήριξη της Καθολικής Εκκλησίας και των πιο συντηρητικών, φανατικά αντικομμουνιστικών δυνάμεων της μεγάλης ιβηρικής χώρας. Αλλά αυτή είναι μία από τις ερμηνείες.
Ο Γραίκος, ευρυμαθής λόγιος με στέρεες εικαστικές προτιμήσεις και επαρκή ιδεολογική σκευή έστησε την παράσταση με τρόπο ρεαλιστικό και συνάμα λελογισμένα ανατρεπτικό. Οργάνωσε το σκηνικό του σπιτιού της Μπερνάντα Άλμπα πρώτα πρώτα με οικονομία και ευρηματικότητα: το αστικό σπίτι με τις φωτογραφίες των γηραιών πεθαμένων της οικογένειας συνοδεύουν και πολλά διακοσμητικά ανεικονικά μοτίβα τα οποία έλκουν την καταγωγή τους από τον πολιτισμό της Ισπανίας (ισλαμική τέχνη και εικονογραφική παράδοση). Από την άλλη, το εσωτερικό του σαλονιού, του καθημερινού χώρου όπου μαζεύονται όλες οι ηρωίδες και διεξάγεται ο διάλογος είναι φτιαγμένο από ξύλινα κασόνια τα οποία επανένταξε ο σκηνοθέτης στο περιβάλλον για τις ανάγκες της παράστασης. Δεν είναι μόνο arte povera (εμμονή δηλαδή στη χρήση ενός απλού, φτηνού χρηστικού υλικού και όχι νεοπλουτίστικου επιπλωμένου χώρου) αλλά και σαφής ιδεολογική υπενθύμιση του κλίματος ζόφου αφού, όπως μου εκμυστηρεύτηκε ο σκηνοθέτης, οι σανίδες που χρησιμοποιήθηκαν χρησίμευαν για την αποθήκευση πολεμικού υλικού στο παρακείμενο στρατόπεδο του Λιτοχώρου…
Το μοντέρνο παίξιμο των εξαίρετων κοριτσιών, το νεύρο, η λυρικότητα, η σωστή άρθρωση, ο γνήσιος θυμός, το καθημερινό τζην με τα σκισίματα στα γόνατα, το εντυπωσιακό πράσινο φόρεμα (η επιτομή της νεότητας), το πάθος στη διεκδίκηση της ταυτότητάς τους, όλα αυτά έδωσαν στους θεατές ένα μάθημα ακομπλεξάριστης, βιωμένης υποκριτικής τέχνης χωρίς υπερβολές και θεατρινίστικες κοινοτοπίες. Ιδιαιτέρως έξυπνη η σκηνοθετική πρωτοβουλία του πολυτροπικού Γραίκου να εντάξει και τον Λόρκα στο έργο (σοβαρός και ευθυτενής ο νεαρός Γιώργος Μυτελέτσης), ο διάλογος του οποίου με τα πρόσωπα και τις ηρωίδες του έργου εμπλουτίζει τις γνώσεις μας για τη φύση του ποιητικού κειμένου, για τις προθέσεις του συγγραφέα/δημιουργού ενώ ο ζωντανός επί σκηνής αντίλογος επιτρέπει να ερμηνευθούν και οι σημερινές μας ανάγκες (τι χρειαζόμαστε σήμερα, τι θέλουμε να πάρουμε από την τέχνη, τι είδους αλλαγές και μεταρρυθμίσεις οφείλουν να γίνουν ώστε να πάψει η βαρβαρότητα, η έμφυλη βία κλπ.)
Πολύ ενδιαφέρουσα υπήρξε και η μουσική του Δημήτρη Μπάκα (οι απόψεις του καλού μουσικού βρίσκονται στο κομψότατο συνοδευτικό φυλλάδιο της παράστασης), η δημιουργία δηλαδή ενός τοπίου ήχων, ήχων που ανέσυρε ο δημιουργός από πραγματικά, φυσικά στιγμιότυπα (θόρυβοι, κινήσεις της αμαξοστοιχίας κλπ. με σκοπό να αποδώσει διαθέσεις του έργου και με σκοπό να λειτουργήσουν υποστηρικτικά προς το περιεχόμενο του κειμένου). Νομίζω όμως πως αυτό δεν λειτούργησε τελικά στον συγκεκριμένο εξωτερικό χώρο όπου δόθηκε η παράσταση και όπου παρενέβαιναν αλλότριοι ήχοι (σημειωτέον πως η παράσταση ήταν να δοθεί σε κλειστή αίθουσα, στο Κέντρο Ψηφιδωτών). Από την άλλη, ενώ εμφατικά επιλέγει ο Γραίκος να αναφερθεί στη σημασία του λαϊκού κόσμου και του δημοτικού τραγουδιού στο έργο του Λόρκα απουσιάζει ένα έστω λαϊκό τραγούδι που νομίζω ότι θα απογείωνε τη συμμετοχή του κοινού και θα ωφελούσε την πρόσληψη της Μπερνάρντα Άλμπα (κάτι τέτοιο έκανε ο Χάρης Αμανατίδης στην παράσταση «Κρύπτες στον παράδεισο» με πολύ μεγάλη επιτυχία).
Συμπερασματικά, πρόκειται για μια παράσταση η οποία κατάφερε να υπογραμμίσει επαρκώς τα βασικά θεματικά κέντρα του κειμένου του λυρικού ποιητή Λόρκα: καταπίεση των γυναικών, τραγική μοίρα, οι συνθήκες ζωής στην συντηρητική επαρχιακή κοινωνία, η επιμονή σε μια απαρασάλευτη πατριαρχική τάξη, η θρησκοληψία, η παρθενία, ο φθόνος, η κατάργηση του έρωτα και του πάθους, η εξουθένωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Υπογραμμίζουμε ακόμη τη σύνδεση του έργου με άλλα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης (παραθέματα, μουσικές επιλογές, εικαστικά μοτίβα).
Θερμά συγχαρητήρια, ωστόσο, πάνω απ’ όλα, στον ηθολόγο ακτιβιστή και ενσυνείδητο δάσκαλο των καλών πραγμάτων Νίκο Γραίκο για την οργάνωση και λειτουργία του βραβευμένου «Εργαστηρίου Πολυτροπικών Δραστηριοτήτων» που διευθύνει με αμείωτο μεράκι εδώ και οκτώ χρόνια και το οποίο με τους μαθητές του «λειτουργεί ως σχολή μη τυπικής εκπαίδευσης του Οργανισμού Φεστιβάλ Ολύμπου και εντάσσεται στις καλλιτεχνικές και εκπαιδευτικές του δράσεις». Γιατί αυτό που έχει εξαιρετική σημασία δεν είναι απλώς το ανέβασμα μιας παράστασης μαθητικής (κάτι που γίνεται σε πολλά σχολεία της περιοχής μας) αλλά το γεγονός πως στην αντίληψη του Γραίκου το υπό εξέταση κάθε φορά έργο συνοδεύεται με μια μεγάλη γκάμα ερευνητικών δραστηριοτήτων: από τη μελέτη του κειμένου, τις προθέσεις του έργου, τις διαλέξεις, τη γνώση της εποχής μέχρι λογοτεχνικές επεξεργασίες, μουσικές και κινησιολογικές αναζητήσεις, παρακολουθήσεις ομόλογων έργων, εικαστικές και φωτογραφικές δράσεις των ίδιων των μαθητών.

[«Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του 52ου Φεστιβάλ Ολύμπου (26/27 Αυγούστου 2023)].

Λόρκα: Γιώργος Μυτελέτσης
Μπερνάρντα Άλμπα: Πασχαλίνα Γιαννάκη
Πόνθια: Ελένη Τόκα | Διονυσία Φωτιάδου
Αδέλα: Ευαγγελία Τσιμήτρη | Νάνσυ Τζιόλη
Μαρτίριο: Χριστίνα Λιόλιου | Αναστασία Παπαναστασίου
Ανγκούστιας: Δήμητρα Γιάντσιου | Θεοδώρα Λαζάρου
Αμέλια: Σταυρίνα Βάια | Κατερίνα Παπαναστασίου
Μαγδαλένα: Κατερίνα Νταλαμπέκου | Σωτηρία Παπαζήση
Υπηρέτρια: Έλενα Κορινιώτη | Κατερίνα Νταλαμπέκου
Μαρία Χοσέφα: Πάμελα Πετάλλι
Προυντένθια: Ευαγγελία Τσιμήτρη | Νάνσυ Τζιόλη
Ζητιάνα: Θεοδώρα Λαζάρου | Σταυρίνα Βάια
Κοριτσάκι ζητιάνας: Τζωρτζίνα Τζιόλη
Γυναίκες: Κατερίνα Παπαναστασίου | Αναστασία Παπαναστασίου | Σωτηρία Παπαζήση | Χριστίνα Λιόλιου | Δήμητρα Γιάντσιου | Έλενα Κορινιώτη
Κοπέλα: Διονυσία Φωτιάδου | Ελένη Τόκα
Δραματουργική επεξεργασία-σκηνοθεσία: Νικόλαος Γραίκος
Σύνθεση ηχοτοπίου: Δημήτρης Μπάκας
Φωτογραφίες: Γιώργος Μυτελέτσης





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

ΧΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΛΕΤΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΠΑΡΟΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΟΚΟΚΟ | COLOR PALLETES INSPIRED BY BAROQUE AND ROCOCO ART | ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ 4 \ DESIGN \ ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 37 | MULTIMODAL TEXTS 37