ΠΕΡΙ ΝΟΗΜΑΤΟΣ | ΣΠΟΛΙΑ 10

Στην καθημερινότητά μας ακούμε συχνά τις φράσεις: «προσπαθούσε να δώσει ένα νόημα στη ζωή του», «ψάξε να βρεις το νόημα στις πράξεις σου», «δεν έχει νόημα η ζωή μου μετά από αυτό που μου συνέβη», «δεν έχει νόημα να αγωνίζεσαι για μια υπόθεση χαμένη» κ.ά.
Ποιο, όμως, είναι το νόημα της λέξης «νόημα»;
Ας ξεκινήσουμε από την ετυμολογία. Η λέξη «νόημα» παράγεται από το αρχαίο ρήμα «νοῶ (νοέω)» που σημαίνει: αντιλαμβάνομαι με τον νου, καταλαβαίνω, κάνω συλλογισμούς, σκέφτομαι, στοχάζομαι, συλλογίζομαι. Με βάση αυτή την ετυμολογία η λέξη «νόημα» σχετίζεται με τη σημασία του «νοώ» («σκέφτομαι»), δηλαδή, «νόημα» είναι ο σκοπός, ο λόγος ή η πρόθεση για την οποία λέγεται ή γίνεται κάτι.
Το νόημα και ιδιαίτερα το «προσωπικό νόημα» του κόσμου και της ζωής είναι ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν κάποιου είδους εσωτερικό νόημα της ζωής, ακόμα κι όταν το αγνοούν ή ακόμα κι όταν το νόημα αυτό είναι η απόρριψη κάθε νοήματος, δηλαδή η άρνηση κάθε θεωρητικής ή πρακτικής αξίας («μηδενισμός»). Αποκτούμε το νόημα αυτό είτε ασυνείδητα από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μας σ΄ αυτόν τον κόσμο είτε πιο συνειδητά αργότερα στο στάδιο της ωρίμανσης. Από το ξεκίνημα της εφηβείας κι εξής, το νόημα αυτό αποκτά πιο συγκεκριμένη μορφή. Για τη συγκρότηση αυτού του προσωπικού νοήματος η/ο έφηβη/ος θα πρέπει να αναστοχαστεί τη θέση του στον κόσμο χρησιμοποιώντας ισορροπημένα τη λογική και το συναίσθημα μέσω του μηχανισμού της ενδοσκόπησης (βλ. και «σπόλια 9»).
Πόσο εφικτή όμως είναι η απόκτηση κάποιου συνεκτικού και συνειδητού νοήματος της ζωής στην εφηβική ηλικία;
Ας ξεκινήσουμε τον προβληματισμό μας με κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του Ιταλού ψυχολόγου και διανοητή Umberto Gallimberti: Ο μηδενισμός και οι νέοι. Ο ενοχλητικός επισκέπτης (μετάφρ. Μελής Μελετιάδης. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2011, 17-20).
Αναφέρει, λοιπόν, ο Gallimberti ότι οι νέοι:

«[…] υποφέρουν, αν και δεν το συνειδητοποιούν πάντοτε. Υποφέρουν όχι εξαιτίας των συνηθισμένων υπαρξιακών κρίσεων που χαρακτηρίζουν τη νεότητα, αλλά διότι ένας δεινός [τρομερός], ανησυχητικός φιλοξενούμενος, ο μηδενισμός, τριγυρνάει μεταξύ τους, διεισδύει στα αισθήματά τους, συγχέει τις σκέψεις τους, σβήνει προοπτικές και ορίζοντες, απογοητεύει την ψυχή τους και μαραζώνει τα πάθη καθιστώντας τα “άψυχα”.

Οι οικογένειες ανησυχούν, το σχολείο δεν ξέρει πια τι να κάνει, και μόνον η αγορά ενδιαφέρεται γι΄ αυτούς, για να τους οδηγήσει στους δρόμους της διασκέδασης και της κατανάλωσης, όπου εκείνο το οποίο αναλώνεται δεν είναι τόσο τα αντικείμενα, που από χρόνο σε χρόνο αχρηστεύονται, αλλά η ίδια η ζωή τους, η οποία δεν καταφέρνει πλέον να προεκταθεί σε ένα μέλλον στο οποίο να διαφαίνεται μία ακόμη κάποια υπόσχεση. Το παρόν γίνεται το απόλυτο, το οποίο πρέπει να βιωθεί με τη μεγαλύτερη ένταση, κι όχι για να προσδώσει αυτή η ένταση χαρά, αλλά γιατί υπόσχεται να θάψει το άγχος που εμφανίζεται κάθε φορά που το τοπίο προσλαμβάνει μία μορφή έρημη από νοήματα.
Όταν ρωτιούνται [οι νέοι] δεν ξέρουν να περιγράψουν την ανησυχία και τη δυσφορία τους, διότι κυριαρχούνται πλέον από εκείνο τον συγκινησιακό αναλφαβητισμό [είναι η ελλιπής γνώση των τρόπων ισορροπημένης διαχείρισης των συναισθημάτων μας, όπως της χαράς, της θλίψης, της αγάπης, της ενσυναίσθησης κ.ά. Λογικά αυτό γίνεται από την οικογένεια και το σχολείο], που δεν επιτρέπει σε κάποιον να αναγνωρίζει τα αισθήματά του, και κυρίως να τα καλεί με το όνομά τους. Και άλλωστε ποιο όνομα να δοθεί σε εκείνο το τίποτε που τους διαπερνά και τους καταπνίγει; Στην ερημιά της επικοινωνίας, όπου η οικογένεια δεν εγείρει πλέον κανένα κάλεσμα και το σχολείο δεν προκαλεί κανένα ενδιαφέρον […] Και γι΄ αυτό τα λόγια που θέλουν να απαλύνουν την κρυφή τους οδύνη, μαραίνονται γύρω τους σαν ένας ήχος χωρίς νόημα.
Ζούνε με λίγη μουσική που πυροβολεί τα αυτιά για να σβήσει όλα τα λόγια, λίγα ναρκωτικά για να επέλθει αναισθησία στον πόνο, ή για να δοκιμαστεί κάποια συγκίνηση, με πολλή μοναξιά, τυπική εκείνου του εξοργιστικού ατομικισμού, άγνωστου στις προηγούμενες γενεές, που προκαλείται από την πεποίθηση ότι —δεδομένης της αποξήρανσης όλων των αισθηματικών σχέσεων— δεν σωζόμαστε, παρά μόνοι μας, αλλά και ότι, στην έρημο των αξιών, άλλο δεν μας απομένει, παρά να είμαστε προσκολλημένοι σε εκείνο τον μοναδικό δημιουργό των συμβόλων όλων των αξιών που στην παιδεία μας ονομάζεται χρήμα.
Βέβαια, όταν τα βάσανα δεν είναι του μεμονωμένου ατόμου, αλλά το άτομο είναι μόνο το θύμα μία διάχυτης έλλειψης προοπτικών και προγραμμάτων, εάν όχι νοημάτων και αισθηματικών δεσμών, όπως συμβαίνει στην παιδεία μας, είναι αυτονόητο ότι είναι αναποτελεσματικές οι φαρμακοθεραπείες στις οποίες ανατρέχουμε σήμερα, ήδη από την παιδική ηλικία, ή οι ψυχοθεραπείες που αφορούν τα παθήματα του μεμονωμένου ατόμου.
Και τούτο γιατί εάν ο άνθρωπος, όπως γράφει ο Γκαίτε, είναι ένα ον που αποσκοπεί στη δημιουργία νοήματος (sinngebung), στην ερημιά του μη νοήματος που η μηδενιστική ατμόσφαιρα της εποχής μας διαχέει, η δυσφορία δεν είναι πλέον ψυχολογική, αλλά πολιτισμική [δηλ. το πρόβλημα δεν είναι μόνο στις ψυχολογικές δυσκολίες του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, αλλά και στις δυσκολίες που έχει συνολικά η κοινωνία, όπως το εξηγεί και παρακάτω]. Και συνακόλουθα είναι στη συλλογική μας παιδεία, και όχι στα παθήματα του μεμονωμένου ατόμου που πρέπει να δράσουμε, διότι αυτά τα παθήματα δεν είναι η αιτία, αλλά οι συνέπειες μία παιδαγωγικής ένδειας [φτώχειας], της οποία οι νέοι, καθηλωμένοι στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στις μετεκπαιδευτικές έρευνες, στις ασταθείς εργασίες, είναι τα πρώτα θύματα […]
Εάν η νεανική δυσφορία δεν έχει ψυχολογική καταγωγή, αλλά πολιτισμική [δηλ. σχετίζεται με τη συνολική καλλιέργεια του νέου], είναι αναποτελεσματικά όλα τα γιατρικά τα οποία επεξεργάζεται η παιδεία μας […]
Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν χωρίς πρώτα να έχει μελετηθεί η αληθινή φύση της δυσφορίας των νέων μας, των νέων, που στη μηδενιστική ατμόσφαιρα η οποία τους τυλίγει, δεν αναρωτιούνται πια για το νόημα των παθημάτων, δικών τους ή των άλλων, όπως πάντοτε η ανθρωπότητα έκανε, αλλά […] επάνω στο ίδιο το νόημα της ύπαρξής τους, που τη νιώθουν δίχως νόημα, όχι επειδή διακατέχεται από τα βάσανα, αλλά αντίθετα τη νιώθουν ανυπόφορη επειδή είναι δίχως νόημα. Πράγματι, η αρνητικότητα που ο μηδενισμός διαχέει δεν αφορά τον πόνο που, με διάφορους βαθμούς, συνοδεύει κάθε ύπαρξη γύρω από την οποία βρίθουν οι πρακτικές βοήθειας, αλλά, πιο ριζικά, τη λεπτή αίσθηση του μη νοήματος της ύπαρξης.
Και αν το γιατρικό ευρίσκονταν αλλού […] στην αναγνώριση των ιδίων ικανοτήτων, στο γνῶθι σαυτόν;»

Ποια ερωτήματα θέτει το κείμενο; Και το κυριότερο· ποια είναι η σημασία αυτών των ερωτημάτων για το επόμενο και ουσιαστικότερο βήμα που είναι η αναζήτηση των τρόπων με τους οποίους η/ο έφηβη/ος θα αναζητήσει το νόημα της ζωής που της/του αξίζει;
Παρακάτω στο ίδιο βιβλίο ο συγγραφέας προχωρά σε πολλές άλλες ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις, για να καταλήξει στο «μυστικό της νεότητας», δηλαδή, στον τρόπο αφύπνισης (ξυπνήματος) το εφήβου στο να βρει την αληθινή του ταυτότητα. Θεωρεί ότι στη σημερινή εποχή της απώλειας κάθε νοήματος ή μάλλον στην αντικατάσταση του νοήματος από το χρήμα και τον μηδενισμό της λογικής και των αληθινών αισθημάτων, η λύση μπορεί να βρίσκεται στην πλησμονή (γέμισμα) της ζωής. Δηλαδή, στον πάθος για τη ζωή και την ομορφιά της, στην πληρότητα που δίνει η εξερεύνηση της ζωής, στην ονειροπόληση και στην ουτοπία, στο ταξίδι και στην πρόκληση, στην ανάγκη του ανήκειν σε δημιουργικές κοινότητες και τέλος στη μεταμόρφωση μέσα από τη βιωματική μαθητεία κι όχι από τη στεγνή σχολική μάθηση.
Ίσως φαίνονται πολύπλοκα όλα αυτά, αλλά τελικά το νόημα μπορεί να είναι πολύ πιο απλό. Νόημα σημαίνει θέληση για ζωή και ομορφιά. Πίστη στις ικανότητες μας, αλλά και σε αυτό που ξεπερνάει τις ικανότητές μας. Αναζήτηση του ιδανικού, που δεν σταματάει ούτε ικανοποιείται από τη συμβατική και συντηρητική μετριότητα. Νόημα είναι η άρνηση του τίποτα και η υιοθέτηση του θετικού δρόμου της αγάπης και ζωής.

Ας κλείσουμε αυτήν την πρώτη προσέγγισή μας στο ζήτημα του «νοήματος» με κάτι φαινομενικά άσχετο.
Στο γνωστό «παιδικό» βιβλίο Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων του Lewis Carroll υπάρχει μία χαρακτηριστική συνομιλία της Αλίκης με τον γάτο του Τσεσάιρ, έναν μυστήριο και χαμογελαστό γάτο, ο οποίος βοηθάει την Αλίκη, χωρίς η ίδια να το καταλαβαίνει, να βρει τον τελικό της προορισμό προς τον κήπο. Κάποιες μάλιστα φορές συνηθίζει να την «εκνευρίζει» με τις περίεργες και πνευματώδεις «φιλοσοφίες» του. Στο απόσπασμα η Αλίκη ρωτάει τον γάτο να της δείξει τον δρόμο για να συνεχίσει την αναζήτησή της. Στην ουσία είναι η ερώτηση που θέτει μΙα έφηβη, για το πού θα βρει το νόημα της ζωής. Όμως, ο γάτος, δεν της δίνει σαφή απάντηση, αλλά τη δοκιμάζει με ένα άλλο ερώτημα. Τη ρωτάει εάν γνωρίζει τον προορισμό στον οποίο σκοπεύει να φτάσει. Δηλαδή, προσπαθεί να ανιχνεύσει εάν έχει την ωριμότητα να προβληματιστεί σοβαρά για τον προορισμό της σε αυτόν τον κόσμο. Η Αλίκη, όπως ίσως και κάθε έφηβη, θα απαντήσει με ανεμελιά, ότι δεν τη νοιάζει για πού θέλει να φτάσει, αρκεί να συνεχίσει το ταξίδι. Παραδόξως ο γάτος δεν τη αποπαίρνει, αλλά συνεχίζοντας το παιχνίδι της δοκιμασίας, την ενθαρρύνει λέγοντάς της ότι δεν έχει σημασία τόσο ο δρόμος που θα πάρει όσο η απόφαση να προχωρήσει. Ωστόσο, η Αλίκη αποδεικνύεται αρκετά ώριμη για να καταλάβει ότι η περιπλάνηση αποκτά νόημα όταν συνοδεύεται από την προσμονή κάποιου προορισμού και γι΄ αυτό επεξηγεί ότι θα την ενδιέφερε να φτάσει κάπου. Μετά από αυτό ο γάτος την ενθαρρύνει ότι σίγουρα θα φτάσει κάπου, αρκεί να είναι μακρύς ο δρόμος της. [Δεν μοιάζει αυτό και με τους γνωστούς στίχους από την Ιθάκη του Καβάφη: «Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, / να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος»;]
Ο γάτος με τα ερωτήματα που θέτει στην Αλίκη τη βοηθάει να κατανοήσει τη λύση του ερωτήματος για τον τρόπο με τον οποίο η/ο έφηβη/ος μπορεί ν’ αναζητήσει το νόημα της ζωής: Πρώτον, με τη ενσυνείδητη γνώση του προορισμού που προϋποθέτει μαθητεία και δεύτερο με τη θέληση και το πάθος της περιπέτειας που προϋποθέτει ονειροπόληση και ζωή.
Παρακάτω μπορούμε να διαβάσουμε το σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του Lewis Carroll, Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων (Πρόλογος – μετάφραση: Μένης Κουμανταρέας. Σχέδια Pat Andrea. Αθήνα: Πατάκης, 2014, σελ. 70).

[…] ξαφνιάστηκε βλέποντας τον Γάτο του Τσεσάιρ καθισµένο πάνω σ’ ένα κλαδί δέντρου σε λίγα µέτρα απόσταση. Βλέποντας την Αλίκη, ο Γάτος συνέχεια χαµογελούσε. Φαινόταν ένας αγαθός γάτος, ωστόσο, επειδή διέθετε τροµερά νύχια και πολλά δόντια, η Αλίκη ένιωσε πως έπρεπε να του φερθεί µε σεβασµό.
«Ψιψίνε του Τσεσάιρ» δοκίµασε να κάνει δειλά την αρχή, µιας και δεν ήξερε καθόλου κατά πόσο θα του άρεσε αυτή η προσφώνηση· παρ’ όλα αυτά, εκείνος συνεχώς φάρδαινε το χαµόγελό του. «Άντε, το πετύχαµε, µέχρι στιγµής µοιάζει ευχαριστηµένος» σκέφτηκε η Αλίκη και συνέχισε: «Παρακαλώ σε, Γάτε, µπορείς να µου πεις ποιο δρόµο πρέπει ν’ ακολουθήσω για να φύγω από δω;».
«Αυτό εξαρτάται κυρίως από το πού θέλεις να πας» είπε ο Γάτος.
«Δεν µε νοιάζει πολύ πού...» είπε η Αλίκη.
«Τότε δεν έχει σηµασία ποιο δρόµο θα πάρεις» είπε ο Γάτος.
«...αρκεί να φτάσω κάπου» συµπλήρωσε σαν επεξήγηση η Αλίκη.
«Τότε οπωσδήποτε θα φτάσεις» είπε ο Γάτος «αρκεί να είναι µακρύς ο δρόµος σου».

Pat Andrea. Η Αλίκη στη λίμνη των δακρύων με τον λαγό. Εικονογράφηση για τη γαλλική έκδοση της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων (Alice au Pays des Merveilles, Paris: Diane de Selliers Editeur, 2015)

Πολλοί καλλιτέχνες έχουν ασχοληθεί με την εικονογράφηση της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων με ποικίλες τεχνοτροπίες. Τη συγκεκριμένη έχει κάνει ο Ολλανδός ζωγράφος και γλύπτης Pat Andrea (γεν. 1942), ο οποίος είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της νεότερης εκδοχής του «Νέου Πραγματισμού». Το κίνημα του «Νέου Πραγματσιμού» αναπτύσσεται στη Γερμανία τη δεκ. του 1920 συνδυάζοντας στοιχεία του ρεαλισμού, του σουρεαλισμού αλλά και του εξπρεσιονισμού με τον οποίο όμως έρχεται σε αντίθεση. Η νεότερη εκδοχή που εκπροσωπεί ο Pat Andrea συνεχίζει αυτή την παράδοση με έντονο ανθρωποκεντρικό και σουρεαλιστικό χαρακτήρα.

Σημείωση: Η κυριολεκτική σημασία της λέξης «σπόλια» είναι «θραύσματα», δηλαδή κομμάτια, από παλιά κτίρια, τα οποία τα ξαναχρησιμοποιούμε σε νέες κατασκευές. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική λέξη «spolium», που σημαίνει «λάφυρο» ή «λεία». Στην περίπτωσή μας τα «σπόλια» έχουν μεταφορική σημασία και συνδέονται με ενδιαφέροντα αποσπάσματα κειμένων που συνδυάζονται με άλλες εικόνες και έργα τέχνης (μουσικά αποσπάσματα, ποιήματα, έργα ζωγραφικής, χορό κ.ά.) συγκροτώντας πολυτροπικά «παζλ», τα οποία ο καθένας μπορεί να τα συνθέσει με τον δικό του τρόπο αποδίδοντας ένα νέο νόημα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

ΧΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΛΕΤΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΠΑΡΟΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΟΚΟΚΟ | COLOR PALLETES INSPIRED BY BAROQUE AND ROCOCO ART | ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ 4 \ DESIGN \ ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 37 | MULTIMODAL TEXTS 37