ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ | ΣΠΟΛΙΑ 13

 


Edward Coley Burne-Jones (1833–1898). Η Γέννηση του Χριστού. Υδατόχρωμα και ζωική κόλλα (bodycolor), ενισχυμένο με χρυσό σε δύο συνενωμένα τμήματα χαρτιού, 144,1 x 58,7 cm. San Marino, California. The Huntington Library, Art Collections, and Botanical Gardens.

Ι.

Έχουν νόημα τα Χριστούγεννα στη σημερινή εποχή;
Η ερώτηση μοιάζει μάλλον κοινότυπη. Οι περισσότεροι θα την παρακάμψουν, γιατί τους θυμίζει τα θρησκευτικά του σχολείου και τις συνηθισμένες ερωτήσεις κατηχητικού τύπου που υπάρχουν στα βιβλία, οι οποίες ως γνωστόν έχουν από πριν δεδομένες και τις «σωστές» απαντήσεις –όπως και κάθε σχολικό μάθημα άλλωστε. Εξαρτάται, βέβαια, και από τον θεολόγο και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να μετασχηματίσει τα δόγματα σε ζωντανό βίωμα. Αλλά κι αυτό είναι σπάνιο, ίσως και ανέφικτο, αφού το μάθημα είναι μάθημα και το βίωμα είναι κάτι που ξεφεύγει από τους σχολικούς τοίχους, τους οποίους κανείς τελικά δεν θέλει να σπάσει –και δεν εννοώ μόνο το σύστημα και τους καθηγητές, αλλά ακόμα και τους μαθητές, ο καθένας βέβαια για διαφορετικούς λόγους.
Κάποιοι άλλοι, πιο «υποψιασμένοι», θα θεωρήσουν ότι πίσω από την ερώτηση κρύβεται και η εύκολη θρησκευτική απάντηση, περί αγάπης, ταπείνωσης και όλα τα συναφή. Και, επειδή, έχουν πια στη ζωή τους επιλέξει τον δρόμο του προσωπικού συμφέροντος, όλες αυτές οι έννοιες τους φαίνονται εντελώς ανεφάρμοστες, υπερβολικές και ενοχλητικές.
Κάποιοι άλλοι θα σταθούν για λίγο με ενδιαφέρον, νιώθοντας την ανάγκη για κάτι πιο ουσιαστικό από τα ψώνια και τη διασκέδαση των γιορτινών ημερών. Ωστόσο κι αυτοί, μάλλον εύκολα θα αποφύγουν ν΄ ασχοληθούν περισσότερο, αφού οι ερωτήσεις περί νοήματος προϋποθέτουν ηρεμία και αυτοσυγκέντρωση και οι γιορτινές ημέρες κάθε άλλο παρά ευνοϊκές είναι για κάτι τέτοιο.
Επειδή, λοιπόν, πράγματι η ερώτηση μπορεί να μην έχει κανένα νόημα σήμερα, ας επιχειρήσουμε να την απαντήσουμε, χωρίς θρησκευτικές ή ηθικές προεκτάσεις, αλλά περισσότερο από την οπτική της ανθρωπολογίας και της τέχνης. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι για να ανακαλύψουμε οποιοδήποτε νόημα, ακόμα και το πιο σημαντικό, θα πρέπει να το ανοικειώσουμε από τον συνηθισμένο τρόπο με τον οποίο το προσεγγίζουμε στην καθημερινότητά μας και να το δούμε από άλλη, ίσως και εντελώς αντίθετη, οπτική. Μπορεί, τότε, ν΄ ανακαλύψουμε κρυμμένες σημασίες, τις οποίες η καθημερινή ρουτίνα τις καλύπτει με το πέπλο της συνήθειας και της α-νόητης (χωρίς λογικό νόημα) επανάληψης. Η ανοικείωση μοιάζει με την «εις άτοπον απαγωγή» των μαθηματικών, δηλαδή, το να λύνεις ένα πρόβλημα αποδεικνύοντας όχι τη σωστή του λύση, αλλά το γεγονός ότι η αντίθετή του λύση είναι λανθασμένη.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, τη διερεύνηση του ερωτήματος υποθέτοντας ότι το νόημα των Χριστουγέννων δεν είναι θρησκευτικό, ούτε καν χριστιανικό. Είναι νόημα που δεν έχει να κάνει με θείες αποκαλύψεις και δόγματα. Είναι νόημα, απλώς ανθρωπολογικό και πολιτισμικό, το οποίο ενδεχομένως να έχει χάσει σήμερα τη δυναμική του.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι οι άνθρωποι κάποια στιγμή έπλασαν τον «μύθο του Χριστού», όπως οι αρχαίοι Έλληνες έπλασαν τη μυθολογία τους ή ο Αίσωπος τους μύθους του ή οι γιαγιάδες πλάθουν τα παραμύθια για τα εγγόνια τους. Και βέβαια οι μύθοι δεν πλάθονται από τους ανθρώπους μόνο για διασκέδαση, αλλά κυρίως γιατί μέσα από την ευχάριστη ή και την τρομερή καμιά φορά αφήγηση ή αναπαράστασή τους, παράγεται ένα σημαντικό ανθρωπολογικό και πολιτισμικό νόημα, που οι άνθρωποι το έχουν απόλυτη ανάγκη, ως παραμυθία (δηλ. παρηγοριά) για τα φοβερά ερωτήματά της ζωής και του θανάτου. Αλλά κυρίως ως τρόπο να προχωρήσουν δυναμικά τη ζωή τους, βελτιώνοντας τους εαυτούς τους και νοηματοδοτώντας τις συλλογικές και κοινωνικές τους λειτουργίες.

Ποιο είναι, λοιπόν, το ανθρωπολογικό και πολιτισμικό νόημα των Χριστουγέννων και γιατί το νόημα αυτό μπορεί να έχει κάποια σημασία στις σημερινές κοινωνίες;

Ας μεταφερθούμε, λοιπόν, στην εποχή που γεννήθηκε ο «μύθος» πριν από 2022 χρόνια κάπου στη Μέση Ανατολή, η οποία βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Imperium Romanum) με αυτοκράτορα τον Οκταβιανό Αύγουστο (Octavianus Augustus) που βασίλευε από το 27 π.Χ. μέχρι το θάνατό του το 14 μ.Χ. Η περίοδος αυτή ήταν η αφετηρία μιας ασφαλούς και ειρηνικής περιόδου που ονομάστηκε Pax Romana (Ρωμαϊκή Ειρήνη) και επικράτησε σε όλο τον γνωστό τότε κόσμο για περίπου δύο αιώνες.
Οι Ρωμαίοι υιοθετώντας το αρχαίο ελληνικό πνεύμα είχαν αναπτύξει τον δικό τους πολιτισμό, επιτυγχάνοντας μεγάλη πρόοδο στους τομείς της νομοθεσίας και της οργάνωσης του κράτους, του εμπορίου, της καθημερινής ζωής, της τέχνης, της οικοδομικής και του δικτύου των οδικών και ναυτικών επικοινωνιών.
Στον τομέα της φιλοσοφίας και της θρησκείας, το τοπίο ήταν αντιφατικό και εκλεκτικιστικό. Από τη μια συνυπήρχαν οι νεότερες φιλοσοφικές σχολές των Στωικών, των Επικούρειων και των Νεοπλατωνικών, οι οποίες ήταν απόληξη της μεγάλης αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Από την άλλη υπήρχαν άπειροι θεοί· αρχαιοελληνικοί, αιγυπτιακοί, ανατολικοί κ.ά. Για παράδειγμα στο αρχαίο Δίον συναντούμε πλάι στον ναό του Δία τον ναό της Ίσιδας που ήταν αιγυπτιακή θεότητα. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας θεωρούνταν θεός και η βασιλεία του θεόσταλτη. Ο ιδέες της αρετής συμπλεκόταν με τη βαρβαρότητα. Χαρακτηριστική ήταν η διαδεδομένη άποψη ότι “homo homini lupus est” («ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος») [1]. Συγχρόνως, όμως, ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας (4 π.Χ. – 65) διατύπωνε τη φράση "homo, sacra res homini" («ο άνθρωπος είναι πράγμα ιερό για τον άνθρωπο») [2]. Ωστόσο, ο ίδιος παρά τις ανυπέρβλητες ηθικές του παραινέσεις πίστευε, όπως και όλοι οι Ρωμαίοι, στην καθοριστική δύναμη της ειμαρμένης (τύχης) και στην παθητική αναπαραγωγή της υπάρχουσας κοινωνικής αδικίας. Η θέση των γυναικών και των παιδιών και πολύ περισσότερο των δούλων ήταν ιδιαίτερα επισφαλής στην αντιφατική ρωμαϊκή κοινωνία.
Στο πολιτισμικό και ανθρωπολογικό αυτό ρωμαϊκό κλίμα πλάθεται κάπου στην Παλαιστίνη, από Εβραίους που γνώριζαν την παλαιότερη παράδοση της εβραϊκής θρησκείας αλλά και τη σύγχρονη ελληνική φιλοσοφία, ο «μύθος του Χριστού», ο οποίος είχε ως αφετηρία μία απλή και κατανοητή αλήθεια γι΄ όλους· μορφωμένους ή αγράμματους, πλούσιους ή φτωχούς, Έλληνες ή «βαρβάρους», άνδρες ή γυναίκες. Το μήνυμα της αγάπης, που κηρύσσει και θυσιάζεται γι΄ αυτό ο Χριστός και της ισότητας που ομολογεί ο Παύλος:

«Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» («Δεν υπάρχει Ιουδαίος ούτε Έλληνας, δεν υπάρχει δούλος ούτε ελεύθερος, δεν υπάρχει αρσενικό και θηλυκό, γιατί όλοι εσείς είστε ένας νέος άνθρωπος και νέος οργανισμός, δια μέσου του Ιησού Χριστού»), Προς Γαλάτας, γ΄ 28.

Πώς οριοθετείται το νέο νόημα της αγάπης και της ισότητας;

Πρώτα απ΄ όλα, το νέο νόημα δεν καταργεί τους προηγούμενες ηθικούς κανόνες, αλλά τους θέτει κάτω από μια και μόνο προϋπόθεση· την αγάπη. Η αγάπη γίνεται το μέτρο των πάντων, ακόμα και αν χρειαστεί για χάρη της να καταργηθούν οι ίδιοι οι κανόνες. Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό το νέο νόημα, ας δούμε μερικά παραδείγματα. Σε όλους τους πολιτισμούς και τις θρησκείες υπάρχουν ηθικοί κανόνες, όπως το να μην κλέβουμε, να μην σκοτώνουμε, να μην μοιχεύουμε κ.ά. Ωστόσο, στον νέο «χριστιανικό μύθο», οι εντολές ακόμα και οι Δέκα Εντολές της Παλαιάς Διαθήκης, δεν έχουν καμία σημασία, εάν προϋπόθεσή τους δεν είναι η αγάπη. Ο Χριστός κατέκρινε του Φαρισαίους, γιατί η «καλοσύνη» τους ήταν τυπική και εξωτερική. Τηρούσαν τις εντολές αλλά μέχρι εκεί. Δεν είχαν καρδιά καθαρή για να κάνουν την προσωπική τους υπέρβαση. Καταδίκαζαν την πόρνη σε θάνατο, γιατί αυτό έλεγε ο παλαιός νόμος, ενώ ο Χριστός τη συγχωρούσε. Για τους ίδιους λόγους τον κατηγορούσαν ότι κάνει παρέα με τους αμαρτωλούς και τους τελώνες (τους μαφιόζους της εποχής). Ο νόμος της αγάπης αντέστρεφε την τυπική ηθική, που είχε ως αρχή το «κάνε τόσο καλό, όσο καλό σου κάνουν οι άλλοι» με τη νέα αρχή της αγάπης που σε προέτρεπε να:
«ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» («ν΄ αγαπήσεις τον διπλανό σου, όπως τον εαυτό σου»), Ματθ. κβ’, 39.
Και το κυριότερο· η αρχή αυτή δεν ήταν θεωρητική. Ο ίδιος ο Χριστός θυσιάστηκε για την ιδέα της αγάπης, συγχωρώντας τους θύτες του.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό του νέου νοήματος είναι η ευκολία στην εφαρμογή του. Συνήθως έχουμε στο μυαλό μας έναν χριστιανισμό σκληρό και απαιτητικό. Ο Χριστός, όμως, έλεγε: 
«ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν» («ευσπλαγχνίαν θέλω και όχι τυπική θυσία»), Ματθ. ιβ΄ 7.
Με άλλα λόγια δεν χρειάζεται να λιώσετε το σώμα και τον εαυτό σας με φοβερές θυσίες που γίνονται τυπικά και χωρίς καλοσύνη. Μπορεί να κάνουμε τους μεγαλύτερους «σταυρούς», τις μεγαλύτερες ελεημοσύνες, αλλά πίσω από όλα αυτά να κρύβεται η ικανοποίηση του εγωισμού μας. Η καρδιά μας μπορεί να παραμένει σκληρή κι αυτό το καταλαβαίνουν όλοι. Αρκεί το «δίλεπτο της χήρας» της γνωστής παραβολής του Χριστού, στην οποία επαινείται η πράξη μιας φτωχής και χήρας γυναίκας, που έδωσε για ελεημοσύνη ένα ελάχιστο ποσό. Η ευσπλαχνία της χήρας είχε πολύ μεγαλύτερη αξία από το δέκατο της πλούσιας περιουσίας τους που έδιναν σύμφωνα με τον νόμο οι φαρισαίοι στους φτωχούς, γιατί η προσφορά της ήταν γεμάτη καλοσύνη και αυθεντικότητα αφού προερχόταν από το υστέρημά της. Ακόμα κι ένας καλός λόγος μετράει πολύ περισσότερο από την πλασματική ευσέβεια που γίνεται για να ικανοποιήσουμε την αυταρέσκειά μας. Η ευσυμπάθητη και εκλεπτυσμένη καρδιά, η ενσυναίσθηση και η εγκάρδια καλοσύνη, η ποιητική διάθεση δεν είναι βάρος για την ψυχή μας, αλλά ξαλάφρωμα. Βέβαια, όλα αυτά δεν είναι εύκολα αποκτήματα. Χρειαζόμαστε ενσυνείδητη μαθητεία στην ασκητική της αγάπης. Συνήθως αυτό μας δυσκολεύει. Δεν θέλουμε ούτε το ελάχιστο ξεβόλεμα, γι΄ αυτό ποτέ δεν κάνουμε μια αρχή και ανακυκλώνουμε συνεχώς τη μιζέρια και το χάλι μας. Ωστόσο, οι μικρές νίκες κατά του εγωισμού μας, που θα πετύχουμε με εσωτερική πληρότητα και γαλήνη, αξίζουν πολύ περισσότερο από τα «χίλια μπράβο» που θα πάρουμε για τα φανταχτερά και αυτάρεσκα «επιτεύγματά» μας.

Το τρίτο χαρακτηριστικό του νέου μηνύματος της αγάπης είναι η ελπίδα για το μέλλον. Νομίζουμε ότι το μέλλον στην ουσία δεν υπάρχει, γι΄ αυτό και το αφήνουμε στην τύχη ή στην επιείκεια που θα μας δείξουν οι άλλοι. Δυστυχώς γι΄ αυτό το μέλλον μας προορίζουν οι μεγάλοι, αλλά κι εμείς έτσι έχουμε καλομάθει. Όμως, το μέλλον είναι δυναμική κατάσταση. Χρειάζεται θάρρος, πίστη στον εαυτό μας και συγχρόνως κατανόηση των αδυναμιών μας. Βέβαια, υπάρχει και ο φόβος της «κόλασης». Συνήθως η κόλαση συνδέεται με την ηθική του χριστιανισμού. Νομίζουμε ότι η κόλαση είναι η τιμωρία που μας επιβάλλει ο Θεός για τις αμαρτίες μας. Δεν καταλαβαίνουμε ότι την κόλαση την επιλέγουμε μόνοι μας. Τι είναι η κόλαση; Ένας τόπος χωρίς αγάπη. Όταν στη ζωή μας επιλέγουμε το μίσος από την καλοσύνη, το ψέμα από την αλήθεια, την ασχήμια της ηδονής από την ομορφιά, ε! τότε είμαστε ήδη στην κόλαση απ΄ αυτή τη ζωή. Το μίσος, η ζήλια και τα πάθη είναι αυτά που μας εξουθενώνουν και μας κάνουν συνεχώς ανήσυχους και θυμωμένους. Ο Θεός δεν μας στέλνει στην κόλαση. Μόνοι μας την επιλέγουμε.

Ολοκληρώνοντας τη διερεύνηση του αρχικού μας ερωτήματος περί του νοήματος των Χριστουγέννων στη σημερινή εποχή, ας συνοψίσουμε τις ανθρωπολογικές και πολιτισμικές συνέπειες του «μύθου του Χριστού» πέρα από κάθε θρησκευτική ή δογματική διάσταση.

Το μήνυμα της αγάπης είναι μήνυμα προσωπικό και συμβατό με την ανθρώπινη φύση μας. Δεν είναι μήνυμα καταναγκασμού και πίεσης σε σκληρούς κανόνες. Είναι μήνυμα ελπίδας γι΄ αυτόν που έχει το θάρρος και τη γνώση να μετριάζει τις εγωιστικές του επιθυμίες.

Έχει νόημα αυτό το μήνυμα στη σημερινή εποχή, στην οποία έχει θεοποιηθεί η κατανάλωση, η εκμετάλλευση, η επιθετικότητα, η ηδονή; Ο Νίτσε πριν από 150 περίπου χρόνια είχε πει: «Ο Θεός πέθανε». Η φράση είναι «κόκκινο πανί» για τους τυπικούς θεολόγους. Όμως ο Νίτσε δεν σκόπευε να καταφερθεί κατά του Θεού έτσι χωρίς λόγο. Ήταν η τραγική διαπίστωση ότι ο δυτικός πολιτισμός κατέρρευσε, γιατί όλες του οι αξίες που είχαν βασισθεί στον χριστιανισμό έχασαν κάθε νόημα. Ήταν λάθος του χριστιανισμού ή του τρόπου με τον οποίο ο δυτικός πολιτισμός κατανόησε και εφάρμοσε αυτές τις αξίες;
Εάν, επίσης, εξετάσουμε την ιστορική κατάληξη κι όλων αυτών των ανθρωπολογικών αντιδότων στον «θάνατο του Θεού», όπως την επιστήμη, την ουτοπία και την κοινωνική επανάσταση, τελικά θα διαπιστώσουμε ότι κι αυτά απέτυχαν ή τουλάχιστον έχουν χάσει την αίγλη που είχαν παλαιότερα, ίσως κι αυτά εξαιτίας των λανθασμένων εφαρμογών τους. Μήπως τελικά όλα είναι μάταια; 
Νομίζω ότι κάθε μία/ένας μπορεί να βρει τη δική της/του απάντηση. Η μόνη συμβουλή που θα μπορούσα να δώσω είναι να αναζητήσετε με πάθος την ομορφιά που έχει ουσία. Μην επαναπαύεστε σε αυτά που σερβίρει η «χαρούμενη» τεχνολογία, η κοινοτυπία της μέσης λύσης και η μετριότητα των πολλών.
Καλά Χριστούγεννα, λοιπόν, όπως κι αν τα εννοείτε!

ΙΙ.

Ο πίνακας της Γέννησης του Χριστού (στην αρχή του κειμένου) είναι του Βρετανού ζωγράφου και designer Edward Burne-Jones (1833–1898). Ο Jones ανήκε στο κίνημα των προραφαηλιτών, το οποίο αναπτύχθηκε στη Βρετανία από τα μέσα του 19ου αι. κ.ε. από ζωγράφους, διακοσμητές και θεωρητικούς της τέχνης. Οι προραφαηλίτες εμπνεύστηκαν από την αναγεννησιακή ζωγραφική του quattrocento (1400-1499), δηλ. πριν την εποχή του μεγάλου ζωγράφου της ώριμης αναγέννησης Raphael (1483–1520). Η τέχνη τους ήταν νατουραλιστική, δηλ. στόχος τους ήταν η μίμηση της φύσης και τα θέματά τους ήταν εμπνευσμένα από την ιστορία, τη μυθολογία, αλλά και τη θρησκεία. Ήταν οργανωμένοι σε «αδελφότητα», δηλαδή σε κλειστή ομάδα συνεργασίας, η οποία λειτουργούσε ως ένα είδος δημιουργικής εναλλακτικής καλλιτεχνικής κοινότητας εναντίον της τυποποιημένης βιομηχανοποίησης του 19ου αι.
Ο πίνακας του Jones προσεγγίζει τη Γέννηση του Χριστού με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Η σύνθεση αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα που συνενώνονται με μία καμπύλη σε σχήμα “S”. Το στενόμακρο σχήμα οφείλεται στο γεγονός ότι ο πίνακας ήταν προσχέδιο για την κατασκευή βιτρώ σε παράθυρο ναού. Στο άνω μέρος εικονίζεται δάσος με «σκελετωμένα» δένδρα, πλήθος αγγέλων που συνομιλούν με βοσκούς που καλύπτουν τα πρόσωπά τους θαμπωμένοι από το φως που εκπέμπουν οι άγγελοι. Στο κάτω μέρος σχηματίζεται πέτρινη σπηλιά στην οποία διαδραματίζεται η Γέννηση. Η Παναγία με τον Ιωσήφ στέκονται προστατευτικά πάνω από τον μικρό Χριστό, όπως και μερικοί άγγελοι. Η κάτω σκηνή αποπνέει γαλήνη και ηρεμία, ενώ η πάνω ένταση και μυστήριο.
Οι δύο σκηνές συνενώνονται, ωστόσο, είναι σαφής ο διαχωρισμός τους σε δύο διακριτές πνευματικές καταστάσεις. Στο άνω μέρος έχουμε την πνευματική συνομιλία των ανθρώπων με τις άυλες αγγελικές δυνάμεις. Το πυκνό και μισοσκότεινο δάσος επιτείνει την ατμόσφαιρα μυστηρίου. Στο κάτω μέρος όλα συγκλίνουν στο θείο βρέφος που αποπνέει ήρεμο μεγαλείο.
Το νόημα ξεκινάει ψηλά από την πνευματική ενατένιση, αλλά ολοκληρώνεται κάτω στο γήινο σκηνικό της Θείας Ενανθρώπησης. Ο ζωγράφος είναι σαν να μας λέει ότι το νόημα της Γέννησης μπορεί να συνδέεται με υψηλές θεολογικές έννοιες, αλλά στην ουσία είναι απλό και ταπεινό και απευθύνεται κατευθείαν στην καρδιά των ανθρώπων.
Χαρακτηριστικά είναι τα διακοσμητικά στοιχεία του πίνακα και οι μπλε χρωματικές αποχρώσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με τις χρυσές λεπτομέρειες δημιουργούν πνευματική και μυστηριακή ατμόσφαιρα.

Σημείωση: Η κυριολεκτική σημασία της λέξης «σπόλια» είναι «θραύσματα», δηλαδή κομμάτια, από παλιά κτίρια, τα οποία τα ξαναχρησιμοποιούμε σε νέες κατασκευές. Η λέξη προέρχεται από τη λατινική λέξη «spolium», που σημαίνει «λάφυρο» ή «λεία». Στην περίπτωσή μας τα «σπόλια» έχουν μεταφορική σημασία και συνδέονται με ενδιαφέροντα αποσπάσματα κειμένων που συνδυάζονται με άλλες εικόνες και έργα τέχνης (μουσικά αποσπάσματα, ποιήματα, έργα ζωγραφικής, χορό κ.ά.) συγκροτώντας πολυτροπικά «παζλ», τα οποία ο καθένας μπορεί να τα συνθέσει με τον δικό του τρόπο αποδίδοντας ένα νέο νόημα. 


[1] Η φράση διατυπώνεται παραλλαγμένη στην κωμωδία Asinaria του Ρωμαίου κωμωδιογράφου Πλαύτου (περ. 254-184 π.Χ.), στίχος 495.
[2]  Υπάρχει στο έργο του Σενέκα Epistulae morales ad Lucilium (Epistula XCV, 33).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις

ΧΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΛΕΤΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΜΠΑΡΟΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΡΟΚΟΚΟ | COLOR PALLETES INSPIRED BY BAROQUE AND ROCOCO ART | ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ 4 \ DESIGN \ ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 37 | MULTIMODAL TEXTS 37